Η ΣΙΩΠΗ ΕΙΝΑΙ ΥΠΑΚΟΗ. ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΖΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ. ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΝΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΑΠΟΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ.
«Δείξε μου τον σκοπό μα δείξε και τον δρόμο /
Τόσο δεμένα είναι ο σκοπός και ο δρόμος /
που το καθέν’ αλλάζει πάντα μαζί με το άλλο /
και οι νέοι δρόμοι πάντα νέους σκοπούς ανοίγουν»
Φ. Λασσάς
Το να παίρνεις θέση είναι πράξη πολιτικής ευθύνης. Σημαίνει ότι αντιλαμβάνεσαι τη βαρύτητα του αγώνα και το συνεχές του διακύβευμα. Η θέση δεν είναι μόνο ατομική υπόθεση. Ξεκινάει από τον καθένα για να καταλήξει σε όλους. Είναι πρόταγμα. Είναι ο τρόπος να επικοινωνούμε αληθινά κοιτάζοντας το πρόβλημα στα μάτια. Έτσι εξελισσόμαστε εμείς, έτσι προχωράει ο αγώνας. Στις 28 Μαρτίου 2010 σκοτώνεται από έκρηξη βόμβας που τοποθέτησαν άγνωστοι στα Πατήσια 15χρονος Αφγανός ενώ τραυματίζεται σοβαρά η αδελφή του. Αρχικά έχουμε το χρέος να δηλώσουμε ότι η οργάνωσή μας δεν έχει καμία σχέση με το συγκεκριμένο γεγονός. Δεν γνωρίζουμε ακόμα και σήμερα ποιος τοποθέτησε εκείνη την βόμβα, αυτό όμως που γνωρίζουμε σίγουρα είναι ότι οι υπόνοιες και οι εικασίες είναι πιο δυνατές και από αυτό που ίσως πραγματικά συνέβη εκείνο το βράδυ στα Πατήσια. Γι’ αυτό πρέπει να μιλήσουμε.
Διανύουμε μια ιδιαίτερα κομβική ιστορική συγκυρία. Η δικτατορία του Δ.Ν.Τ. που επιβλήθηκε στην Ελλάδα και ό,τι αυτό συνεπάγεται, επιβάλλει από την πλευρά μας μια συστράτευση δυνάμεων. Κάνει επιτακτική την ανταλλαγή απόψεων πάνω στις δυνατότητές μας να πυροδοτήσουμε τις επερχόμενες κοινωνικές εκρήξεις. Όμως η βόμβα στα Πατήσια μας απομάκρυνε από αυτή την κατεύθυνση. Όχι γιατί απολέσαμε επιχειρήματα από την δικαιοπραξία του αγώνα μας, αλλά κυρίως γιατί αφήσαμε άγονες παρακαταθήκες. Η σιωπή κάθε άλλο παρά ουδέτερη είναι. Έχει ερμηνείες, επιχειρήματα και προτάγματα. Σημαίνει ότι ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, όπως το θέλει και ύστερα να κρύβεται πίσω από το πέπλο της ανωνυμίας.
Θα πρέπει λοιπόν να ξεκαθαρίσουμε ότι ο ένοπλος αγώνας δεν έχει «ηρωισμούς» και «κατορθώματα», έχει όμως τραγωδίες. Ότι δεν είναι μια προσωπική υπόθεση και ότι την δύναμη των μέσων ακολουθεί μια τεράστια πολιτική ευθύνη. Ότι εάν οι βόμβες και οι σφαίρες δεν βρουν τον στόχο τους, τότε μπορούν να αποβούν μοιραίες για αθώους, για τους ίδιους τους συντρόφους, για τον αγώνα. Για το κίνημα και την ιστορία του. Δεν λέμε ότι είμαστε αλάθητοι, ούτε ότι μέσα στα πλαίσια του αγώνα δεν μπορούν να συμβούν και τραγικές ατυχίες. Ακριβώς όμως γι’ αυτό το λόγο το ζήτημα δεν είναι μόνο επιχειρησιακό αλλά και βαθιά πολιτικό. Πέρα λοιπόν από την οργάνωση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου και πέρα από την προσοχή, αυτό που κυρίως χρειάζεται είναι η συνείδηση. Η αντίληψη δηλαδή του επαναστάτη για την βαρύτητα της πράξης του. Για το ρίσκο και τις ενδεχόμενες επιπτώσεις του. Ο θάνατος ενός αθώου δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται σαν παράπλευρη απώλεια κανενός πολέμου, ακόμα και αν αυτός είναι δίκαιος. Γι’ αυτό η σιωπή, εκτός από ύποπτη, είναι και επικίνδυνη. Η ανάληψη ευθύνης σε μία τέτοια περίπτωση δεν είναι εξιλέωση. Είναι για τον επαναστάτη η υπεράσπιση του εαυτού του και της ιστορίας του, είναι για να αντιτάξει το ήθος και την αυτοκριτική του απέναντι στις «παράπλευρες απώλειες» του εχθρού. Είναι για να μην αφήσει εκτεθειμένο τον αγώνα στη διαστρέβλωση και την συκοφαντία.
Η σιωπή μετά την απώλεια ενός αθώου σημαίνει αυτόματα και την απώλεια της βασικής μας στρατηγικής επιδίωξης. Τον πόλεμο ενάντια στο κράτος και μόνο σ’ αυτό. Την αξιοπρέπεια. Είχαμε γράψει και στην προηγούμενή μας προκήρυξη ότι δεν προτείνουμε τα όπλα, γιατί αυτά από μόνα τους δεν καθιστούν κανέναν επαναστάτη. Ένας από τους λόγους που υπερασπιζόμαστε με σθένος αυτήν την τοποθέτηση είναι η κάθετα αρνητική μας θέση απέναντι σε κάθε είδους «ψυχεδελικές ιδεολογίες» περί σκοπών που αγιάζουν τα μέσα.
Δεν είμαστε εμμονικοί, δεν διεξάγουμε θρησκευτικό πόλεμο, δεν υπάρχει κανένας ιερός σκοπός που καθαγιάζει τα μέσα μας. Υπάρχουν μόνο επιλογές και ευθύνες. Και με βάση αυτές θα κριθούμε όλοι. Ο αντάρτης πόλης δεν είναι «ηρωική» ούτε «τραγική» φιγούρα. Είναι το υποκείμενο που πολεμώντας τις προσωπικές του αντιφάσεις αντιλαμβάνεται ότι κουβαλάει ένα τεράστιο φορτίο ιστορικής και πολιτικής ευθύνης. Το προσωπικό ρίσκο που παίρνει για την ελευθερία και την ζωή του, δεν τον θέτει σε καμία περίπτωση στο απυρόβλητο. Αντιθέτως, η δυναμική των μέσων με τα οποία επιλέγει να δρα, έχουν μία αντίστοιχη δυναμική επιρροής (προσωπικά, κοινωνικά, κατασταλτικά), η οποία καθιστά την κάθε του κίνηση κομβική. Άρα και κρίσιμη.
Η κριτική που σε πολλούς προκαλεί φόβο ή θυμό, δεν σημαίνει μόνο μομφές, μέτωπα ή πολεμική. Η κριτική για εμάς σημαίνει την συλλογική αποτίμηση εμπειριών για την αποφυγή λαθών στις επόμενες κινήσεις μας. Σημαίνει ότι (ξανα)γνωριζόμαστε. Μία συζήτηση γύρω από το επίκαιρο ζήτημα του ένοπλου αγώνα με αφορμή την δολοφονία του αγωνιστή Λ. Φούντα, τον θάνατο του 15χρονου Αφγανού αλλά και τις συλλήψεις των διωκόμενων συντρόφων για συμμετοχή στον Ε.Α. είναι για εμάς ζητήματα κομβικής πολιτικής σημασίας. Είναι η δική μας συνεισφορά, αντιλαμβανόμενοι το μερίδιο πολιτικής ευθύνης που έχουμε σαν δρώντα υποκείμενα, ώστε να διατηρήσουμε, αλλά και να ξαναχτίσουμε γέφυρες επικοινωνίας. Είναι η στρατηγική μας κατεύθυνση να εξελίσσουμε τον ένοπλο αγώνα, στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, με τους πλέον υγιείς όρους διαλεκτικά με το κίνημα.
Με τους σημερινούς κοινωνικούς συσχετισμούς θα ήταν άστοχο ή μάλλον επικίνδυνο να θέταμε σαν κεντρική πολιτική επιλογή τον ένοπλο αγώνα. Να θέταμε δηλαδή το ζήτημα στρατιωτικά. Το ξεπέρασμα των σύγχρονων κοινωνικών σχέσεων και αντιφάσεων, η διαδικασία δηλαδή που προηγείται κατά πολύ της «τελικής αναμέτρησης», θεωρούμε ότι βρίσκεται ακόμα σε εμβρυακό στάδιο. Πώς λοιπόν ο ένοπλος αγώνας σαν πρακτική μπορεί να είναι εύστοχος και επίκαιρος;
Από πλευρά μας, δεν ακολουθούμε καμία ντετερμινιστική λογική για την ανάπτυξη των δυνάμεων. Δεν είμαστε εκ θέσεως σε καμία διαδικασία αναμονής των πολυφημισμένων ώριμων συνθηκών. Αντίθετα υπερασπιζόμαστε ενεργητικά το θεμελιώδες αξίωμα της πολύμορφης δράσης. Εδώ πρέπει να σταθούμε λίγο παραπάνω. Με τον όρο πολύμορφη δράση δεν εννοούμε τις γενικολογίες ούτε περί αυθόρμητου, ούτε περί υποκειμενισμού. Μιλάμε για την άμεση «απελευθέρωσή» μας σχεδιάζοντας στρατηγικές. Ξεδιπλώνοντας χάρτες και ορίζοντας συντεταγμένες. Μιλάμε για μία ενιαία κινηματική και ενιαία σχεδιασμένη προοπτική αγώνα με παράλληλες και αλληλοτροφοδοτούμενες εκφάνσεις. Το αντάρτικο πόλης είναι μία από αυτές. Η λογική της κορυφογραμμής που ακολουθεί τον ένοπλο αγώνα είναι μία ύπουλη παγίδα. Είναι η ίδια λογική που φέρνει πισώπλατα τον φετιχισμό της βίας στους επαναστατικούς κύκλους και γεννάει διαχωρισμούς.
Η οργάνωσή μας σε περιόδους κοινωνικής έκρηξης και έντασης με ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά θα αφομοιωθεί μέσα στο εξεγερμένο πλήθος. Η σφραγίδα μας δεν αποτελεί οδηγό ματαιοδοξίας, ούτε τρέφουμε Ναπολεόντειες ψευδαισθήσεις γύρω από τον ρόλο μας σαν πρωτοπορία ή σαν μπροστάρηδες των κοινωνικών αγώνων. Δεν ζούμε για καμία σφραγίδα και δεν φαντασιωνόμαστε γιάφκες γεμάτες με όπλα, αλλά εργαζόμαστε για την διαμόρφωση επαναστατημένων συνειδήσεων που θα μετουσιώσουν τα λόγια σε πράξεις. Δεν αναζητούμε χέρια για την επίτευξη των κρυφών σχεδιασμών μας αλλά Συντρόφους ακέραιους, «καθαρούς», αμόλυντους από τον «επαναστατικό» πολιτικαντισμό και τον ευκαιριακό ιδεολογικό χαμαιλεοντισμό. Συντρόφους που δεν γοητεύονται από τα άκρα της «επαναστατικής έπαρσης» και των βαρύγδουπων αυτοαναφορικών κομπλιμέντων, αλλά ατομικότητες με ουσιαστική συμβολή στον ανατρεπτικό αγώνα. Συντρόφους που δεν γοητεύονται από το lifestyle της παρανομίας και την «επαναστατική ιδιοτέλεια» του ένοπλου αυτοσκοπού αλλά πολιτικά συνειδητοποιημένα υποκείμενα που αντιλαμβάνονται τον ένοπλο αγώνα σαν κομμάτι του πολυμορφικού κινήματος.
Εξάλλου το αντικρατικό/αντικαπιταλιστικό κίνημα αποτελεί για εμάς το μέσο και η διεύρυνσή του αποτελεί την μοναδική πιθανότητα πραγμάτωσης της κοινωνικής επανάστασης. Όσο απομακρυνόμαστε από αυτό, τόσο εγκαταλείπουμε τον σκοπό μας σαν αγωνιστές.
Από την άλλη, δεν είμαστε διατεθειμένοι να θάψουμε τα όπλα μας και με τα χέρια σταυρωμένα να περιμένουμε την αντιφατική κοινωνία να εξεγερθεί. Αφού για εμάς η όξυνση της κοινωνικής και ταξικής εκμετάλλευσης, όσο περνάει ο καιρός και δεν εισπράττει από τους «κάτω» τις ανάλογες απαντήσεις, μεταφράζεται σε μία σχέση δουλικότητας και εξάρτησης που παράγει θύτες και θύματα.
Για εμάς οι αντάρτες για να είναι εύστοχοι πρέπει κάθε φορά να αντιλαμβάνονται την θέση τους. Σήμερα ο ένοπλος αγώνας δεν μπορεί να θεωρείται μπροστάρης. Είναι η συνιστώσα του κινήματος που εκφράζει το ποσοστό βίας που αντιστοιχεί στην βαρβαρότητα του εξουσιαστικού συμπλέγματος. Που εκφράζει τις διαχρονικές και απόλυτα δίκαιες εχθροπραξίες.
Είναι το πρόταγμα των δυνατοτήτων μας όταν επιλέγουμε να κινηθούμε απέναντι στην μοναξιά και την μεμψιμοιρία. Η συζήτηση γύρω από τον ένοπλο αγώνα δεν μπορεί να γίνει ξεκομμένα από τα υποκείμενα που δρουν μέσα σε αυτόν. Η ιστορία, μέσα από τις διάφορες εκφάνσεις (εθνικοαπελευθερωτικό, μαρξιστικό, μηδενιστικό, αναρχικό), μας διδάσκει ότι το αντάρτικο δεν έχει μία πάγια και συμπαγή στρατηγική κατεύθυνση.
Με αυτό θέλουμε να τονίσουμε ότι το κέντρο βάρους μίας τέτοιας συζήτησης δεν μπορεί να γίνεται διαρκώς με κοινό παρονομαστή τα όπλα. Πριν μιλήσουμε για αυτά, έχουμε την υποχρέωση να μιλήσουμε για τα υποκείμενα που τα διαχειρίζονται. Για τις προθέσεις, τις επιλογές, την κριτική και την αυτοκριτική τους. Έτσι μόνο μπορούμε να αναλύσουμε το κατά πόσο μπορεί το ένοπλο να γίνει προωθητικό (γιατί μπορεί) και το κατά πόσο μπορεί να γίνει επιζήμιο (γιατί επίσης μπορεί). Με την παραδοχή αυτή, ότι δηλαδή ο ένοπλος αγώνας δεν αποτελεί μία πολιτικά και στρατηγικά άκαμπτη διαδικασία, αλλά μία πρακτική που νοηματοδοτήθηκε από τους εκάστοτε συντρόφους και τις δικές τους αναφορές, θεωρούμε ανώφελο να ξεπέσουμε σε μία φαύλη συζήτηση με λογική δημοψηφίσματος. «Είσαι υπέρ ή κατά των όπλων;»
Διανύουμε μια ιδιαίτερα κομβική ιστορική συγκυρία. Η δικτατορία του Δ.Ν.Τ. που επιβλήθηκε στην Ελλάδα και ό,τι αυτό συνεπάγεται, επιβάλλει από την πλευρά μας μια συστράτευση δυνάμεων. Κάνει επιτακτική την ανταλλαγή απόψεων πάνω στις δυνατότητές μας να πυροδοτήσουμε τις επερχόμενες κοινωνικές εκρήξεις. Όμως η βόμβα στα Πατήσια μας απομάκρυνε από αυτή την κατεύθυνση. Όχι γιατί απολέσαμε επιχειρήματα από την δικαιοπραξία του αγώνα μας, αλλά κυρίως γιατί αφήσαμε άγονες παρακαταθήκες. Η σιωπή κάθε άλλο παρά ουδέτερη είναι. Έχει ερμηνείες, επιχειρήματα και προτάγματα. Σημαίνει ότι ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, όπως το θέλει και ύστερα να κρύβεται πίσω από το πέπλο της ανωνυμίας.
Θα πρέπει λοιπόν να ξεκαθαρίσουμε ότι ο ένοπλος αγώνας δεν έχει «ηρωισμούς» και «κατορθώματα», έχει όμως τραγωδίες. Ότι δεν είναι μια προσωπική υπόθεση και ότι την δύναμη των μέσων ακολουθεί μια τεράστια πολιτική ευθύνη. Ότι εάν οι βόμβες και οι σφαίρες δεν βρουν τον στόχο τους, τότε μπορούν να αποβούν μοιραίες για αθώους, για τους ίδιους τους συντρόφους, για τον αγώνα. Για το κίνημα και την ιστορία του. Δεν λέμε ότι είμαστε αλάθητοι, ούτε ότι μέσα στα πλαίσια του αγώνα δεν μπορούν να συμβούν και τραγικές ατυχίες. Ακριβώς όμως γι’ αυτό το λόγο το ζήτημα δεν είναι μόνο επιχειρησιακό αλλά και βαθιά πολιτικό. Πέρα λοιπόν από την οργάνωση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου και πέρα από την προσοχή, αυτό που κυρίως χρειάζεται είναι η συνείδηση. Η αντίληψη δηλαδή του επαναστάτη για την βαρύτητα της πράξης του. Για το ρίσκο και τις ενδεχόμενες επιπτώσεις του. Ο θάνατος ενός αθώου δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται σαν παράπλευρη απώλεια κανενός πολέμου, ακόμα και αν αυτός είναι δίκαιος. Γι’ αυτό η σιωπή, εκτός από ύποπτη, είναι και επικίνδυνη. Η ανάληψη ευθύνης σε μία τέτοια περίπτωση δεν είναι εξιλέωση. Είναι για τον επαναστάτη η υπεράσπιση του εαυτού του και της ιστορίας του, είναι για να αντιτάξει το ήθος και την αυτοκριτική του απέναντι στις «παράπλευρες απώλειες» του εχθρού. Είναι για να μην αφήσει εκτεθειμένο τον αγώνα στη διαστρέβλωση και την συκοφαντία.
Η σιωπή μετά την απώλεια ενός αθώου σημαίνει αυτόματα και την απώλεια της βασικής μας στρατηγικής επιδίωξης. Τον πόλεμο ενάντια στο κράτος και μόνο σ’ αυτό. Την αξιοπρέπεια. Είχαμε γράψει και στην προηγούμενή μας προκήρυξη ότι δεν προτείνουμε τα όπλα, γιατί αυτά από μόνα τους δεν καθιστούν κανέναν επαναστάτη. Ένας από τους λόγους που υπερασπιζόμαστε με σθένος αυτήν την τοποθέτηση είναι η κάθετα αρνητική μας θέση απέναντι σε κάθε είδους «ψυχεδελικές ιδεολογίες» περί σκοπών που αγιάζουν τα μέσα.
Δεν είμαστε εμμονικοί, δεν διεξάγουμε θρησκευτικό πόλεμο, δεν υπάρχει κανένας ιερός σκοπός που καθαγιάζει τα μέσα μας. Υπάρχουν μόνο επιλογές και ευθύνες. Και με βάση αυτές θα κριθούμε όλοι. Ο αντάρτης πόλης δεν είναι «ηρωική» ούτε «τραγική» φιγούρα. Είναι το υποκείμενο που πολεμώντας τις προσωπικές του αντιφάσεις αντιλαμβάνεται ότι κουβαλάει ένα τεράστιο φορτίο ιστορικής και πολιτικής ευθύνης. Το προσωπικό ρίσκο που παίρνει για την ελευθερία και την ζωή του, δεν τον θέτει σε καμία περίπτωση στο απυρόβλητο. Αντιθέτως, η δυναμική των μέσων με τα οποία επιλέγει να δρα, έχουν μία αντίστοιχη δυναμική επιρροής (προσωπικά, κοινωνικά, κατασταλτικά), η οποία καθιστά την κάθε του κίνηση κομβική. Άρα και κρίσιμη.
Η κριτική που σε πολλούς προκαλεί φόβο ή θυμό, δεν σημαίνει μόνο μομφές, μέτωπα ή πολεμική. Η κριτική για εμάς σημαίνει την συλλογική αποτίμηση εμπειριών για την αποφυγή λαθών στις επόμενες κινήσεις μας. Σημαίνει ότι (ξανα)γνωριζόμαστε. Μία συζήτηση γύρω από το επίκαιρο ζήτημα του ένοπλου αγώνα με αφορμή την δολοφονία του αγωνιστή Λ. Φούντα, τον θάνατο του 15χρονου Αφγανού αλλά και τις συλλήψεις των διωκόμενων συντρόφων για συμμετοχή στον Ε.Α. είναι για εμάς ζητήματα κομβικής πολιτικής σημασίας. Είναι η δική μας συνεισφορά, αντιλαμβανόμενοι το μερίδιο πολιτικής ευθύνης που έχουμε σαν δρώντα υποκείμενα, ώστε να διατηρήσουμε, αλλά και να ξαναχτίσουμε γέφυρες επικοινωνίας. Είναι η στρατηγική μας κατεύθυνση να εξελίσσουμε τον ένοπλο αγώνα, στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, με τους πλέον υγιείς όρους διαλεκτικά με το κίνημα.
Με τους σημερινούς κοινωνικούς συσχετισμούς θα ήταν άστοχο ή μάλλον επικίνδυνο να θέταμε σαν κεντρική πολιτική επιλογή τον ένοπλο αγώνα. Να θέταμε δηλαδή το ζήτημα στρατιωτικά. Το ξεπέρασμα των σύγχρονων κοινωνικών σχέσεων και αντιφάσεων, η διαδικασία δηλαδή που προηγείται κατά πολύ της «τελικής αναμέτρησης», θεωρούμε ότι βρίσκεται ακόμα σε εμβρυακό στάδιο. Πώς λοιπόν ο ένοπλος αγώνας σαν πρακτική μπορεί να είναι εύστοχος και επίκαιρος;
Από πλευρά μας, δεν ακολουθούμε καμία ντετερμινιστική λογική για την ανάπτυξη των δυνάμεων. Δεν είμαστε εκ θέσεως σε καμία διαδικασία αναμονής των πολυφημισμένων ώριμων συνθηκών. Αντίθετα υπερασπιζόμαστε ενεργητικά το θεμελιώδες αξίωμα της πολύμορφης δράσης. Εδώ πρέπει να σταθούμε λίγο παραπάνω. Με τον όρο πολύμορφη δράση δεν εννοούμε τις γενικολογίες ούτε περί αυθόρμητου, ούτε περί υποκειμενισμού. Μιλάμε για την άμεση «απελευθέρωσή» μας σχεδιάζοντας στρατηγικές. Ξεδιπλώνοντας χάρτες και ορίζοντας συντεταγμένες. Μιλάμε για μία ενιαία κινηματική και ενιαία σχεδιασμένη προοπτική αγώνα με παράλληλες και αλληλοτροφοδοτούμενες εκφάνσεις. Το αντάρτικο πόλης είναι μία από αυτές. Η λογική της κορυφογραμμής που ακολουθεί τον ένοπλο αγώνα είναι μία ύπουλη παγίδα. Είναι η ίδια λογική που φέρνει πισώπλατα τον φετιχισμό της βίας στους επαναστατικούς κύκλους και γεννάει διαχωρισμούς.
Η οργάνωσή μας σε περιόδους κοινωνικής έκρηξης και έντασης με ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά θα αφομοιωθεί μέσα στο εξεγερμένο πλήθος. Η σφραγίδα μας δεν αποτελεί οδηγό ματαιοδοξίας, ούτε τρέφουμε Ναπολεόντειες ψευδαισθήσεις γύρω από τον ρόλο μας σαν πρωτοπορία ή σαν μπροστάρηδες των κοινωνικών αγώνων. Δεν ζούμε για καμία σφραγίδα και δεν φαντασιωνόμαστε γιάφκες γεμάτες με όπλα, αλλά εργαζόμαστε για την διαμόρφωση επαναστατημένων συνειδήσεων που θα μετουσιώσουν τα λόγια σε πράξεις. Δεν αναζητούμε χέρια για την επίτευξη των κρυφών σχεδιασμών μας αλλά Συντρόφους ακέραιους, «καθαρούς», αμόλυντους από τον «επαναστατικό» πολιτικαντισμό και τον ευκαιριακό ιδεολογικό χαμαιλεοντισμό. Συντρόφους που δεν γοητεύονται από τα άκρα της «επαναστατικής έπαρσης» και των βαρύγδουπων αυτοαναφορικών κομπλιμέντων, αλλά ατομικότητες με ουσιαστική συμβολή στον ανατρεπτικό αγώνα. Συντρόφους που δεν γοητεύονται από το lifestyle της παρανομίας και την «επαναστατική ιδιοτέλεια» του ένοπλου αυτοσκοπού αλλά πολιτικά συνειδητοποιημένα υποκείμενα που αντιλαμβάνονται τον ένοπλο αγώνα σαν κομμάτι του πολυμορφικού κινήματος.
Εξάλλου το αντικρατικό/αντικαπιταλιστικό κίνημα αποτελεί για εμάς το μέσο και η διεύρυνσή του αποτελεί την μοναδική πιθανότητα πραγμάτωσης της κοινωνικής επανάστασης. Όσο απομακρυνόμαστε από αυτό, τόσο εγκαταλείπουμε τον σκοπό μας σαν αγωνιστές.
Από την άλλη, δεν είμαστε διατεθειμένοι να θάψουμε τα όπλα μας και με τα χέρια σταυρωμένα να περιμένουμε την αντιφατική κοινωνία να εξεγερθεί. Αφού για εμάς η όξυνση της κοινωνικής και ταξικής εκμετάλλευσης, όσο περνάει ο καιρός και δεν εισπράττει από τους «κάτω» τις ανάλογες απαντήσεις, μεταφράζεται σε μία σχέση δουλικότητας και εξάρτησης που παράγει θύτες και θύματα.
Για εμάς οι αντάρτες για να είναι εύστοχοι πρέπει κάθε φορά να αντιλαμβάνονται την θέση τους. Σήμερα ο ένοπλος αγώνας δεν μπορεί να θεωρείται μπροστάρης. Είναι η συνιστώσα του κινήματος που εκφράζει το ποσοστό βίας που αντιστοιχεί στην βαρβαρότητα του εξουσιαστικού συμπλέγματος. Που εκφράζει τις διαχρονικές και απόλυτα δίκαιες εχθροπραξίες.
Είναι το πρόταγμα των δυνατοτήτων μας όταν επιλέγουμε να κινηθούμε απέναντι στην μοναξιά και την μεμψιμοιρία. Η συζήτηση γύρω από τον ένοπλο αγώνα δεν μπορεί να γίνει ξεκομμένα από τα υποκείμενα που δρουν μέσα σε αυτόν. Η ιστορία, μέσα από τις διάφορες εκφάνσεις (εθνικοαπελευθερωτικό, μαρξιστικό, μηδενιστικό, αναρχικό), μας διδάσκει ότι το αντάρτικο δεν έχει μία πάγια και συμπαγή στρατηγική κατεύθυνση.
Με αυτό θέλουμε να τονίσουμε ότι το κέντρο βάρους μίας τέτοιας συζήτησης δεν μπορεί να γίνεται διαρκώς με κοινό παρονομαστή τα όπλα. Πριν μιλήσουμε για αυτά, έχουμε την υποχρέωση να μιλήσουμε για τα υποκείμενα που τα διαχειρίζονται. Για τις προθέσεις, τις επιλογές, την κριτική και την αυτοκριτική τους. Έτσι μόνο μπορούμε να αναλύσουμε το κατά πόσο μπορεί το ένοπλο να γίνει προωθητικό (γιατί μπορεί) και το κατά πόσο μπορεί να γίνει επιζήμιο (γιατί επίσης μπορεί). Με την παραδοχή αυτή, ότι δηλαδή ο ένοπλος αγώνας δεν αποτελεί μία πολιτικά και στρατηγικά άκαμπτη διαδικασία, αλλά μία πρακτική που νοηματοδοτήθηκε από τους εκάστοτε συντρόφους και τις δικές τους αναφορές, θεωρούμε ανώφελο να ξεπέσουμε σε μία φαύλη συζήτηση με λογική δημοψηφίσματος. «Είσαι υπέρ ή κατά των όπλων;»
Κάποιοι λοιπόν σήμερα (όμοιοι των διαχρονικών ομοίων τους) επικαλούνται κατά το δοκούν την ιστορική εμπειρία για να αποδείξουν ότι ο ένοπλος αγώνας ήταν η αιτία της ήττας του κινήματος του ’60-’70. Αρχικά, για εμάς, δεν μπορεί η εξέλιξη του αγώνα να κριθεί με όρους νίκης ή ήττας. Ακριβώς γιατί επιλέξαμε να εμπλακούμε άμεσα με αυτόν, μάθαμε να κερδίζουμε από τις «ήττες» μας, μάθαμε να ανακαλύπτουμε τα λάθη μέσα από τις «νίκες» μας. Η ιστορία δεν είναι αριθμητική εξίσωση. Ακριβώς γιατί ο αγώνας δεν έχει αφετηρία και τερματισμό. Εξελίσσεται ακόμα και όταν βρίσκεται σε καμπή. Ακόμα και όταν μετράει νεκρούς και φυλακισμένους. Και αυτό δεν είναι κυνισμός. Είναι η πραγματική διάσταση της αντιπαράθεσης με το κράτος. Ο ένοπλος αγώνας δεν ισοδυναμεί μόνο με αίμα και καταστολή. Στην ιστορία των συντρόφων μας θα ανακαλύψουμε έναν ανεκτίμητο θησαυρό για την γενιά που οραματίστηκε, σχετίστηκε, ρίσκαρε, λάθεψε, καθόρισε, μάτωσε. Θα ανακαλύψουμε μια τεράστια πολιτική εμπειρία που έχουμε το χρέος να μεταφέρουμε στο σήμερα, να μάθουμε από τα λάθη της, να πάρουμε από την τόλμη της και να την ξεπεράσουμε. Έτσι εμείς αντιλαμβανόμαστε την ιστορία. Σαν μια κληρονομιά. Σαν μια αδιάκοπη σχέση μεταξύ συντρόφων. Σαν το δομικό στοιχείο για την εξέλιξη του αγώνα. Το ήθος, η ανιδιοτέλεια, οι αξίες μας είναι οι σφαίρες που δίνουν περιεχόμενο στα όπλα μας. Η αγάπη που σκοτώνει το μίσος, η ανθρωπιά που σκοτώνει την ανθρώπινη εκμετάλλευση. Μόνο τότε η επαναστατική βία γίνεται διακριτή μέσα στην ευρύτητα της βίας. Τότε οι ενέργειες μιλάνε από μόνες τους. Αγωνιζόμαστε για την αυτοκυριότητα και την ελευθερία του ατόμου και γνωρίζουμε ότι όποιος θέλει να αλλάξει τον κόσμο ανώδυνα έχει όνειρα αλλά στερείται από θέληση για να τα πραγματοποιήσει. Χαρτογραφούμε λοιπόν την πραγματικότητα όπως αυτή διαμορφώνεται σήμερα, για να επαναπροσδιορίσουμε τις επαναστατικές θέσεις της μάχης μας.
Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση σηματοδοτεί ένα νέο γύρο διαδικασιών ενσωμάτωσης, μεγιστοποίησης δηλαδή της συσσώρευσης κέρδους στα χέρια των λίγων, κυρίως μέσα από τη βίαιη υποτίμηση της εργασίας των πολλών σαν συνέχεια της τριακονταετούς διαμόρφωσης μιας παγκόσμιας οικονομίας υπό τις διαταγές του νεοφιλελευθερισμού. Η κρίση αποτελεί σύμφυτο φαινόμενο με το καπιταλιστικό σύστημα και όχι μια παρέκκλιση στη λειτουργία του. Είναι γεγονός άλλωστε ότι και στις προηγούμενες καπιταλιστικές κρίσεις των δεκαετιών του ’70 και του ’80 η αναδιάρθρωση του κεφαλαίου με τον πλήρη κοινωνικό μετασχηματισμό που επέφερε, όχι μόνο κατάφερε να σταθεροποιήσει την οικονομία, αλλά έθεσε σε παγκόσμια κλίμακα πια, τους όρους για επιπλέον κερδοφορία.
Στις κρίσεις του ’70 και του ’80, οι οποίες σημαδεύτηκαν και από ένα ισχυρό εργατικό κίνημα που εξέφραζε την άρνησή του για ενσωμάτωσή του στο συντηρητικό αστικό περιβάλλον αλλά και την αντίσταση στην αφόρητη επαναληπτικότητα της εργασίας στις αλυσίδες παραγωγής των εργοστασίων, τα αφεντικά προχώρησαν στη μαζική εισροή των νέων (τότε) τεχνολογιών. Η ριζική αναδιοργάνωση της εργασίας με τη χρήση των μηχανών ουσιαστικά προσέφερε στα αφεντικά μια διπλή εγγύηση. Από τη μία μπόρεσαν να αυξήσουν κατακόρυφα την παραγωγή, αφού οι μηχανές έχουν πολλαπλάσια παραγωγική ικανότητα σε σχέση με τους εργάτες, ενώ από την άλλη η αντικατάσταση του ανθρώπινου παράγοντα από τις μηχανές κατάφερε να κατακερματίσει το ισχυροποιημένο ταξικό υποκείμενο από τη βάση συσπείρωσής του που ήταν οι χώροι της δουλειάς με επίκεντρο το εργοστάσιο.
Ήταν όμως η εκτίναξη της παραγωγικότητας που θα δημιουργούσε ένα εμπορικό πλεόνασμα, αφού οι «περιορισμένες» εγχώριες αγορές ήταν πλέον αδύνατον να απορροφήσουν την υπερπληθώρα των παραγόμενων προϊόντων. Έτσι η σταδιακή αποβιομηχάνιση των καπιταλιστικών κέντρων, με την τριτογενοποίηση της εργασίας και την ανάδυση της λεγόμενης «οικονομίας των υπηρεσιών», που αποτέλεσε ουσιαστικά τη μητροπολιτική βάση των εξ αποστάσεως διευθυντηρίων για τις μεταφερόμενες παραγωγικές μονάδες προς τις χώρες της περιφέρειας, εξασφάλισαν τον απεγκλωβισμό του κεφαλαίου από τους «εθνικούς» περιορισμούς του
Ο νεοφιλελευθερισμός, ως η απόλυτη πολιτικο-οικονομική έκφραση που συμπύκνωνε τις νέες ανάγκες του κεφαλαίου, άνοιγε νέους ορίζοντες κερδοφορίας ξεπερνώντας δια παντός τα στενά πλαίσια της εθνικής οικονομίας. Η ραγδαία ανάπτυξη των πολυεθνικών εταιριών που ευδοκιμούσαν σε μια διεθνοποιημένη οικονομία, επαναχάραξε τον παγκόσμιο χάρτη με στόχο την απρόσκοπτη επέκταση του κεφαλαίου. Το νέο δόγμα που πλέον κυριαρχεί βασίζεται στο δίπολο της εξωτερικής επέκτασης και της εσωτερικής συρρίκνωσης έτσι ώστε το κεφάλαιο από τη μία να ικανοποιεί ανεμπόδιστα την επεκτατική του τάση κατακτώντας τα ανταγωνιστικά κράτη-αγορές και από την άλλη να επιβάλλει μια διαδικασία συνεχούς συρρίκνωσης εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων στο εσωτερικό των χωρών.
Η απελευθέρωση της αγοράς, που ήταν δομική προϋπόθεση για την αναδιάρθρωση του κεφαλαίου, αποτέλεσε την αφετηρία για το ξεπέρασμα του μοντέλου του κεϋνσιανισμού που ευδοκιμούσε ως τότε στον καπιταλιστικό κόσμο. Σε αντίθεση με τις νέες ανάγκες της οικονομίας ο κεϋνσιανισμός προέβλεπε τον διαρκή κρατικό παρεμβατισμό, άρα και έλεγχο στις δραστηριότητες του κεφαλαίου, τη ρύθμιση της αγοράς με κριτήριο τη ζήτηση και όχι την παραγωγή, αλλά και την παροχή κοινωνικών δαπανών με το πλήρως ξεπερασμένο σήμερα μοντέλο του κράτους πρόνοιας. Ο νεοφιλελευθερισμός θα επικρατήσει οριστικά φέρνοντας έναν ορυμαγδό μεταρρυθμίσεων που θα αφήσουν στο παρελθόν την όποια οριοθέτηση στη λειτουργία του κεφαλαίου.
Η κοινωνία των δύο ταχυτήτων γίνεται ξεκάθαρη όσο ποτέ, αφού στο νέο παγκόσμιο περιβάλλον το ντόπιο και πολυεθνικό κεφάλαιο στην κυριολεξία σαρώνει τα κοινωνικά δεδομένα. Η εργασία ελαστικοποιείται και αναπροσαρμόζεται στις σύγχρονες ανάγκες της απελευθερωμένης αγοράς, αφού το κεφάλαιο έχει ξεπεράσει το μοντέλο της μόνιμης και σταθερής εργασίας προχωρώντας στη δημιουργία μιας φτηνής, ευέλικτης και επισφαλούς απασχόλησης. Παράλληλα μειώνονται διαρκώς μισθοί και συντάξεις, ενώ δημιουργείται και ένα τεράστιο φάσμα κοινωνικά αποκλεισμένων από τις βασικές ανάγκες, με τους τομείς της υγείας και της παιδείας να περνάνε στη σφαίρα των ιδιωτικοποιήσεων.
Σ’ αυτό το νέο παγκοσμιοποιημένο σκηνικό η έννοια της ανταγωνιστικότητας γίνεται αξιακό θεμέλιο έτσι ώστε το άνοιγμα των αγορών να οδηγήσει στη μονοπωλιακή συσσώρευση του πλούτου από τους οικονομικά ισχυρούς μέσω της λεηλασίας των οικονομικά υπανάπτυκτων χωρών και τελικά τη μετατροπή τους σε ζώνες επενδύσεων και κατανάλωσης. Ουσιαστικά οι καπιταλιστικές συμμαχίες, όπως αυτές των ΗΠΑ (NAFTA) και της Ευρώπης (Ε.Ε.), δημιουργήθηκαν ακριβώς πάνω στην αναγκαιότητα εξασφάλισης της ηγεμονίας των πρωτοπόρων οικονομικά κρατών εντός των σχηματισμών τους.
Η ένταξη της Ελλάδας σε έναν τέτοιο σχηματισμό (Ε.Ε.) ήταν αυτονόητο πως θα επιφέρει μια σχέση εξάρτησης από τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες (Γαλλία, Γερμανία), αφού η ίδια η φύση των απελευθερωμένων ανταγωνιστικών αγορών – πόσο μάλλον όταν πρόκειται για οικονομικά άνισες χώρες – έχει την τάση να καταδυναστεύει τους ανίσχυρους. Σε πλήρη αντίθεση λοιπόν με την κυρίαρχη ρητορική, που μιλούσε ήδη από την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ για εχέγγυα ανάπτυξης και προστασίας από τον παγκόσμιο οικονομικό ανταγωνισμό, η πραγματικότητα ήταν πως τα ντόπια αφεντικά γνώριζαν ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατόν να ισχύει. Με τη σταδιακή αποβιομηχανοποίηση της χώρας, τη δημιουργία δηλαδή μιας οικονομίας χωρίς την παραμικρή παραγωγική υποδομή, όχι μόνο δεν υπήρχε τρόπος να «προστατευτεί», αλλά δεν υπήρχε καν μακροπρόθεσμα ο τρόπος η ελληνική οικονομία να επιβιώσει σε έναν εν γένει ανταγωνιστικό μηχανισμό όπως αυτός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
Το ιδεολογικό περίβλημα μιας δήθεν ευρωπαϊκής εκσυγχρονισμένης Ελλάδας συγκάλυπτε επί τριάντα χρόνια την αναπτυξιακή «φούσκα» ενός ολοένα και αυξανόμενου εξωτερικού χρέους. Η αδυναμία να ισορροπιστεί το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας με την αυξανόμενη εισαγωγή κοινοτικών προϊόντων χωρίς την αντίστοιχη δυνατότητα εξαγωγής των εγχώριων, εδραίωσε μια συνθήκη διαρκούς δανεισμού του ελληνικού κράτους. Είναι προφανές λοιπόν ότι τα ντόπια αφεντικά γνώριζαν πολύ καλά τις συνέπειες της ένταξης στο ευρωπαϊκό καπιταλιστικό περιβάλλον, αλλά επέλεξαν να συστρατευθούν στο δόγμα του νεοφιλελευθερισμού για εξίσου προφανείς λόγους. Τα κονδύλια και οι δανειοδοτήσεις προς το Ελληνικό κράτος, είτε για την προώθηση κοινοτικών προγραμμάτων, είτε κυρίως για την ενίσχυση της εγχώριας αγοράς έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η αγορά των ευρωπαϊκών προϊόντων, αποτέλεσαν μια τεράστια πηγή εσόδων για τις τσέπες των αφεντικών. Παράλληλα η πιστή εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, με την αποβιομηχάνιση και τριτογενοποίηση της αγοράς εργασίας, την ισοπέδωση του πρωτογενούς τομέα με την υποτίμηση των εγχώριων γεωργικών προϊόντων και τη λεηλασία του αγροτικού δυναμικού από τους μεγαλοσυνεταιρισμούς αλλά και τη διαρκή μείωση μισθών και συντάξεων, μετέτρεψε τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα σε ένα υποτιμημένο εργατικό προϊόν, σε μια δουλική καταναλωτική κοινωνία.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές περιστολής των παροχών δημιούργησαν και πάλι ένα πρόβλημα εμπορικού πλεονάσματος, αφού η παραγωγικότητα συνέχιζε με ταχείς ρυθμούς, όμως οι μισθοί, άρα και η καταναλωτική δυνατότητα, υποχωρούσαν. Την απάντηση στο ενδεχόμενο ξέσπασμα μιας κρίσης την έδωσαν οι τράπεζες, οι οποίες είχαν ήδη αναδειχθεί σε αιχμή του δόρατος της ιμπεριαλιστικής νεοφιλελεύθερης πολιτικής διατηρώντας τον έλεγχο της παγκόσμιας κυκλοφορίας του χρήματος. Τα εγχώρια ανεπτυγμένα τραπεζικά ιδρύματα που είχαν συσσωρεύσει πλούτο από τα ευρωπαϊκά ταμεία αλλά ταυτόχρονα δανειοδοτούσαν και το ίδιο το Ελληνικό κράτος και μάλιστα με ιδιαίτερα υψηλά επιτόκια, προχώρησαν σε μια άνευ προηγουμένου αθρόα «χρηματοδότηση» των «από κάτω», ενίσχυσαν δηλαδή δια-ταξικά την αγοραστική δύναμη ώστε να επέλθει ισορροπία στο εμπορικό πλεόνασμα. Σε παγκόσμιο επίπεδο η μαζική χορήγηση δανείων, η λεγόμενη «οικονομία του χρέους», δίνει μια τελευταία ανάσα στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικά κόσμο, αφού τα σχεδόν είκοσι χρόνια αυξανόμενης παραγωγής και ταυτόχρονης μείωσης μισθών οδηγούσε νομοτελειακά σε μια κρίση υπερσυσσώρευσης. Η χωρίς φειδώ δανειοδότηση ακόμα και σε κοινωνικές ομάδες χωρίς καμία δυνατότητα αποπληρωμής, εκτός από τη μαζική εκτίναξη της καταναλωτικής δύναμης, διασφάλιζε και την πλήρη πειθάρχηση των χαμηλών στρωμάτων, αφού η επίπλαστη αύξηση του βιοτικού επιπέδου αλλά και ο συνεχής εκβιασμός για την ξεχρέωση των δανείων αποτέλεσαν έναν ισχυρό κατασταλτικό μηχανισμό για το ενδεχόμενο ξέσπασμα κοινωνικοταξικών αρνήσεων.
Η «οικονομία του χρέους» ουσιαστικά εισάγει ένα νέο χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο δε βασίζεται στην παραδοσιακή απτή κερδοφορία αλλά στην αγοραπωλησία δανειακών χρεών ανάμεσα στις τράπεζες, δηλαδή στα δυνάμει κέρδη των εν ενεργεία ανεξόφλητων δανείων, τα οποία τελικά δημιουργούν μια πλασματική οικονομία. Η «φούσκα» του χρηματοπιστωτικού συστήματος που έσκασε το 2008 ήταν το αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας συσσώρευσης ανύπαρκτων κερδών που επέφερε και το κλείσιμο της κάνουλας για τη δανειοδότηση των κρατών, άρα κατά συνέπεια και το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Η βασική προτεραιότητα των κρατών αυτή τη στιγμή είναι η διάσωση των τραπεζών τους ακριβώς γιατί αυτές αποτελούν τον πυλώνα της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας τους. Ακόμα και η «φτωχή Ελλαδίτσα», όπως πολλοί, από τους ακροδεξιούς μέχρι την πατριωτική αριστερά, θέλουν να την ονομάζουν, αυτή τη στιγμή ιεραρχεί τη διάσωση των τραπεζών της που εδώ και είκοσι χρόνια έχουν επεκταθεί λεηλατώντας την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Είναι ενδεικτικό άλλωστε πως όχι μόνο ένα ποσό αντίστοιχο των 110 δισ. έχει ήδη απορροφηθεί από το Ελληνικό κράτος για την ενίσχυση των τραπεζών, αλλά και ότι η επιμήκυνση του χρόνου κήρυξης της χρεοκοπίας και αναδιαπραγμάτευσης του χρέους συμβαίνει για να μειωθούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι απώλειες κέρδους των πιστωτών-τραπεζών της Ελλάδας. Η αναδιαπραγμάτευση του χρέους θα σήμαινε μια μείωση του ποσού αποπληρωμής των πιστωτών που σε ένα μεγάλο ποσοστό τους δεν είναι άλλοι από τις ίδιες τις ελληνικές τράπεζες, κάτι που επιμελώς κρύβουν τα μίντια μιλώντας για ξένους κερδοσκόπους που λεηλατούν τη χώρα.
Η επιλογή του Ελληνικού κράτους να προσφύγει στο μηχανισμό στήριξης της τρόικας (ΔΝΤ, Ε.Ε., ΕΚΤ) και τα συνεπακόλουθα αυτής, που αποκρυσταλλώνονται σε μια σειρά σαρωτικών μεταρρυθμίσεων, δεν αποτέλεσε μια «αναγκαστική» επιλογή για τη «σωτηρία» της οικονομίας, αλλά μια διαδικασία πλήρους ένταξης της χώρας στις επιταγές του νεοφιλελευθερισμού. Η τωρινή φάση της κρίσης, όπως έχει επαληθευθεί ιστορικά, δεν αποτελεί απλά ένα μεσοδιάστημα αναπροσαρμογής του κεφαλαίου προς αποφυγή των κλυδωνισμών που υπόκειται, αλλά μια επιταχυμένη διαδικασία για την επιπλέον, και με σαφώς πιο αδίστακτους όρους, κερδοφορία του. Η ισοπέδωση των εργασιακών και ευρύτερων κοινωνικών δικαιωμάτων με την ταυτόχρονη περιστολή των ελευθεριών που έχουν ήδη προωθηθεί στην υποτιθέμενη προσπάθεια αποσόβησης της επερχόμενης χρεοκοπίας, ενώ τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα έχουν ήδη χρεοκοπήσει, είναι μία ακόμη στρατηγική αναδιαμόρφωση, με όρους πλήρους παράδοσης ολόκληρου του κοινωνικού πεδίου προς όφελος του κεφαλαίου.
Η νεοφιλελεύθερη πολιτική ταυτίζεται απόλυτα με τα συμφέροντα των ντόπιων αφεντικών, όσο κι αν δημαγωγούν μιλώντας για «αναγκαιότητα επιβολής των μέτρων» και για «προστασία από τις ξένες δυνάμεις». Τα εξουθενωτικά μέτρα λιτότητας που επιβάλλονται δεν είναι ένα βραχυπρόθεσμο πρόγραμμα που αναγκάζονται τα αφεντικά να εφαρμόσουν με την προοπτική μιας οικονομικής ανάκαμψης και την επαναφορά ισορροπίας, αφού αυτή τη στιγμή μια νέα ισορροπία διαμορφώνεται από το κεφάλαιο και έχει ως προϋπόθεση τη ριζική και μόνιμη ανασύνθεση του συνόλου της κοινωνικής δραστηριότητας. Έτσι, με μορφή οδοστρωτήρα, τα «απαραίτητα μέτρα για τη διάσωση της χώρας», που αποτελούν και τη μόνιμη επωδό της καταρρέουσας κυβερνητικής ρητορικής, επαναπροσδιορίζουν μεμιάς τον τρόπο οργάνωσης της εργασίας. Μειώσεις μισθών, απολύσεις, δημιουργία επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας, μισθοί μαθητείας, ενώ ταυτόχρονα τελειώνουν οριστικά και με τα όποια απομεινάρια προσχηματικού κοινωνικού κράτους, ισοπεδώνοντας βασικά δικαιώματα και κεκτημένα, όπως η ασφάλιση, η υγεία και η παιδεία. Η κρίση και οι συνέπειές της, που σχηματοποιούνται στη διαμόρφωση νέων πολιτικοοικονομικών συσχετισμών, ουσιαστικά δηλαδή στη μετατροπή ολόκληρου του κοινωνικού χάρτη σε «απελευθερωμένο έδαφος» για την ανεμπόδιστη λεηλασία του κεφαλαίου, τελειοποιούν το μοντέλο της νεοφιλελεύθερης οργάνωσης της κοινωνικής ζωής. Έτσι, η επιπλέον ελαστικοποίηση και τελικά η ακραία υποτίμηση της εργασίας, η αναγωγή των άλλοτε κοινωνικών δεδομένων (σύνταξη, περίθαλψη) σε προνόμια των ταξικά ανώτερων στρωμάτων, η ένοπλη περιφρούρηση του νέου καθεστώτος με τη στρατιωτικοποίηση των μητροπόλεων και την καθολική παρουσία των μπάτσων, είναι μερικά απ’ τα κομμάτια που συνθέτουν το νέο περιβάλλον στο οποίο η κοινωνία πρέπει με τη βία να προσαρμοστεί.
Είναι πρόδηλο πως το νέο καθεστώς που αυτή τη στιγμή υφαίνεται, το καθεστώς του νέου ολοκληρωτισμού, δεν μπορεί να υποσχεθεί ευημερία, δεν έχει να δώσει ανταλλάγματα. Ακόμα και η σταθεροποίηση της οικονομίας, που ουσιαστικά θα σημαίνει την πλήρη ένταξη της χώρας στις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου, όχι μόνο δε θα μπορεί να επιφέρει (έστω και) μια επίπλαστη ευδαιμονία, όμοια με την οποία η ελληνική κοινωνία πορεύθηκε για δύο δεκαετίες, αλλά αντίθετα υπονοεί την πλήρη ενσωμάτωση στους νέους επαχθείς όρους ζωής που το κεφάλαιο επιβάλλει για να μπορέσει και πάλι να καταστεί κερδοφόρο.
Οι πιο ακραίες μορφές αναδιάρθρωσης και επανάκαμψης από τις καπιταλιστικές κρίσεις έχουν αποτυπωθεί ιστορικά σε δύο παγκοσμίους πολέμους. Αυτή τη στιγμή δε φαίνεται να είμαστε μπροστά στο ενδεχόμενο σύρραξης μεταξύ πρωτοκοσμικών χωρών, έτσι ώστε να ξαναμοιραστεί η τράπουλα και το κεφάλαιο να απεγκλωβιστεί από το τέλμα. Σίγουρα όμως σε συγκυρίες μεγάλης ύφεσης, όπως αυτή των καιρών μας, για να επανακάμψουν οι οικονομίες κάποιοι θα πρέπει να οδηγηθούν στο σφαγείο. Και αφού αυτό δεν μπορεί να γίνει σήμερα στα πεδία των μαχών, τότε ο νέος ολοκληρωτισμός θα πρέπει να εγκαινιάσει τα σύγχρονα θυσιαστήρια δημιουργώντας ζώνες αποκλεισμού και εξαθλίωσης μέσα στις μητροπόλεις. Είναι λοιπόν σήμερα στην πιο άγρια έκφανση του ταξικού πολέμου που οι κύριοι αυτού του κόσμου όχι μόνο δεν έχουν να προσφέρουν ανταλλάγματα, αλλά μας σπρώχνουν με τη βία προς τον βιοτικό, τον διανοητικό, τον κοινωνικό γκρεμό. Είναι λοιπόν που τώρα επαναφέρεται αυτό που για πολλές δεκαετίες είχε επιμελώς παραμορφωθεί στις συνειδήσεις των πρωτοκοσμικών υπηκόων και της φαντασμαγορικής δημοκρατίας τους, ότι δηλαδή ο φασισμός δεν αποτελεί τον πολιτικό εξτρεμισμό κάποιων παραφρόνων, αλλά την πιο ακραία τάση ισχυροποίησης του κεφαλαίου. Σήμερα όμως αυτός ο νέος φασισμός δε χρειάζεται σβάστικες και στρατιωτικές παρελάσεις για να επιβληθεί. Έχει προ πολλού ξεπεράσει αυτή την αισθητικά παρωχημένη οργάνωση της κοινωνίας, όμως επιμένει στον ίδιο σκοπό: την απόλυτη πειθάρχηση και εμπέδωση του μονοπωλίου του κεφαλαίου και της κρατικής βίας από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, από τους προλετάριους.
Η εγχώρια εκδοχή του νέου φασισμού έχει ξεκινήσει ήδη και εκφράζεται με τον πλέον απροκάλυπτο τρόπο όχι τόσο στους ντόπιους (γι’ αυτούς προς το παρόν το κράτος «περιορίζεται» στο θέρισμα μισθών και συντάξεων), όσο στους μετανάστες εργάτες. Η κεντρικότητα του μεταναστευτικού ζητήματος που, καθόλου τυχαία, προήλθε από το ξέσπασμα της κρίσης, αλλά και οι ήδη εφαρμοσμένοι τρόποι φασιστικής αντιμετώπισής του με κοινωνική στοχοποίηση και αστυνομικά πογκρόμ, αγορά πλωτών φυλακών, εγκατάσταση από ειδήμονες φονιάδες της FRONTEX των συνοριακών φραγμάτων θανάτου, συνεχή ανέγερση στρατοπέδων συγκέντρωσης με την εξωραϊσμένη ορολογία «κέντρα υποδοχής», κάνουν ξεκάθαρο πως το καθεστώς επελαύνει πατώντας απροκάλυπτα πάνω σε ανθρώπινα κορμιά.
Και εδώ η αδιαφορία δεν πρέπει να βρει το χώρο της γιατί μπορεί για την ώρα αυτά τα κορμιά να μην είναι τα δικά μας, σίγουρα όμως όσα συμβαίνουν σήμερα στους «ανεπιθύμητους» προεικονίζουν το δικό μας μέλλον. Γιατί ακόμα κι αν όλοι εμείς δεν είμαστε «ξένοι», τα αφεντικά ήδη προετοιμάζουν τους όρους για να μας αντιμετωπίσουν ως τέτοιους. Η «ποινικοποίηση των μεταναστών», που προωθείται κυρίως μέσα από την ιδεολογική σφαίρα της ασφάλειας και της μηδενικής ανοχής, δεν αποσκοπεί στην επαναφορά της τάξης στις «υποβαθμισμένες» περιοχές του κέντρου της Αθήνας. Εκεί η τάξη βασιλεύει αφού το κράτος, έχοντας συγκεντρώσει ένα μεγάλο κομμάτι του μεταναστευτικού πληθυσμού στις γειτονιές του κέντρου, μπορεί να διατηρήσει τον πλήρη έλεγχό του. Ο ρόλος της αστυνομίας, όσο κι αν οι δημοσιογράφοι κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν φωνάζοντας για την ανικανότητά της στην κάθαρση του κέντρου, είναι από τη μία η πλήρης χαρτογράφηση και ο έλεγχος του ξένου εργατικού δυναμικού και από την άλλη ο πλήρης έλεγχος της παραοικονομίας, άρα και μερίδιο από τα κέρδη του λαθρεμπορίου, των ναρκωτικών και της πορνείας. Η «ποινικοποίηση των μεταναστών» σημαίνει τη στοχοποίηση ενός μεγάλου κομματιού των εκμεταλλευόμενων που πλέον περισσεύουν από την παγκόσμια διαδικασία συρρίκνωσης του εργατικού δυναμικού. Η αναδιάρθρωση του κεφαλαίου μύριζε πάντα ανθρώπινο κρέας. Έτσι και στην τωρινή φάση της κρίσης η ισχυροποίηση του κεφαλαίου θα σαρώσει πρώτα τους πιο αδύναμους μοιράζοντας σφαίρες, απελάσεις, ξυλοδαρμούς και φράγματα. Σειρά έχουμε οι υπόλοιποι.
Στις κρίσεις του ’70 και του ’80, οι οποίες σημαδεύτηκαν και από ένα ισχυρό εργατικό κίνημα που εξέφραζε την άρνησή του για ενσωμάτωσή του στο συντηρητικό αστικό περιβάλλον αλλά και την αντίσταση στην αφόρητη επαναληπτικότητα της εργασίας στις αλυσίδες παραγωγής των εργοστασίων, τα αφεντικά προχώρησαν στη μαζική εισροή των νέων (τότε) τεχνολογιών. Η ριζική αναδιοργάνωση της εργασίας με τη χρήση των μηχανών ουσιαστικά προσέφερε στα αφεντικά μια διπλή εγγύηση. Από τη μία μπόρεσαν να αυξήσουν κατακόρυφα την παραγωγή, αφού οι μηχανές έχουν πολλαπλάσια παραγωγική ικανότητα σε σχέση με τους εργάτες, ενώ από την άλλη η αντικατάσταση του ανθρώπινου παράγοντα από τις μηχανές κατάφερε να κατακερματίσει το ισχυροποιημένο ταξικό υποκείμενο από τη βάση συσπείρωσής του που ήταν οι χώροι της δουλειάς με επίκεντρο το εργοστάσιο.
Ήταν όμως η εκτίναξη της παραγωγικότητας που θα δημιουργούσε ένα εμπορικό πλεόνασμα, αφού οι «περιορισμένες» εγχώριες αγορές ήταν πλέον αδύνατον να απορροφήσουν την υπερπληθώρα των παραγόμενων προϊόντων. Έτσι η σταδιακή αποβιομηχάνιση των καπιταλιστικών κέντρων, με την τριτογενοποίηση της εργασίας και την ανάδυση της λεγόμενης «οικονομίας των υπηρεσιών», που αποτέλεσε ουσιαστικά τη μητροπολιτική βάση των εξ αποστάσεως διευθυντηρίων για τις μεταφερόμενες παραγωγικές μονάδες προς τις χώρες της περιφέρειας, εξασφάλισαν τον απεγκλωβισμό του κεφαλαίου από τους «εθνικούς» περιορισμούς του
Ο νεοφιλελευθερισμός, ως η απόλυτη πολιτικο-οικονομική έκφραση που συμπύκνωνε τις νέες ανάγκες του κεφαλαίου, άνοιγε νέους ορίζοντες κερδοφορίας ξεπερνώντας δια παντός τα στενά πλαίσια της εθνικής οικονομίας. Η ραγδαία ανάπτυξη των πολυεθνικών εταιριών που ευδοκιμούσαν σε μια διεθνοποιημένη οικονομία, επαναχάραξε τον παγκόσμιο χάρτη με στόχο την απρόσκοπτη επέκταση του κεφαλαίου. Το νέο δόγμα που πλέον κυριαρχεί βασίζεται στο δίπολο της εξωτερικής επέκτασης και της εσωτερικής συρρίκνωσης έτσι ώστε το κεφάλαιο από τη μία να ικανοποιεί ανεμπόδιστα την επεκτατική του τάση κατακτώντας τα ανταγωνιστικά κράτη-αγορές και από την άλλη να επιβάλλει μια διαδικασία συνεχούς συρρίκνωσης εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων στο εσωτερικό των χωρών.
Η απελευθέρωση της αγοράς, που ήταν δομική προϋπόθεση για την αναδιάρθρωση του κεφαλαίου, αποτέλεσε την αφετηρία για το ξεπέρασμα του μοντέλου του κεϋνσιανισμού που ευδοκιμούσε ως τότε στον καπιταλιστικό κόσμο. Σε αντίθεση με τις νέες ανάγκες της οικονομίας ο κεϋνσιανισμός προέβλεπε τον διαρκή κρατικό παρεμβατισμό, άρα και έλεγχο στις δραστηριότητες του κεφαλαίου, τη ρύθμιση της αγοράς με κριτήριο τη ζήτηση και όχι την παραγωγή, αλλά και την παροχή κοινωνικών δαπανών με το πλήρως ξεπερασμένο σήμερα μοντέλο του κράτους πρόνοιας. Ο νεοφιλελευθερισμός θα επικρατήσει οριστικά φέρνοντας έναν ορυμαγδό μεταρρυθμίσεων που θα αφήσουν στο παρελθόν την όποια οριοθέτηση στη λειτουργία του κεφαλαίου.
Η κοινωνία των δύο ταχυτήτων γίνεται ξεκάθαρη όσο ποτέ, αφού στο νέο παγκόσμιο περιβάλλον το ντόπιο και πολυεθνικό κεφάλαιο στην κυριολεξία σαρώνει τα κοινωνικά δεδομένα. Η εργασία ελαστικοποιείται και αναπροσαρμόζεται στις σύγχρονες ανάγκες της απελευθερωμένης αγοράς, αφού το κεφάλαιο έχει ξεπεράσει το μοντέλο της μόνιμης και σταθερής εργασίας προχωρώντας στη δημιουργία μιας φτηνής, ευέλικτης και επισφαλούς απασχόλησης. Παράλληλα μειώνονται διαρκώς μισθοί και συντάξεις, ενώ δημιουργείται και ένα τεράστιο φάσμα κοινωνικά αποκλεισμένων από τις βασικές ανάγκες, με τους τομείς της υγείας και της παιδείας να περνάνε στη σφαίρα των ιδιωτικοποιήσεων.
Σ’ αυτό το νέο παγκοσμιοποιημένο σκηνικό η έννοια της ανταγωνιστικότητας γίνεται αξιακό θεμέλιο έτσι ώστε το άνοιγμα των αγορών να οδηγήσει στη μονοπωλιακή συσσώρευση του πλούτου από τους οικονομικά ισχυρούς μέσω της λεηλασίας των οικονομικά υπανάπτυκτων χωρών και τελικά τη μετατροπή τους σε ζώνες επενδύσεων και κατανάλωσης. Ουσιαστικά οι καπιταλιστικές συμμαχίες, όπως αυτές των ΗΠΑ (NAFTA) και της Ευρώπης (Ε.Ε.), δημιουργήθηκαν ακριβώς πάνω στην αναγκαιότητα εξασφάλισης της ηγεμονίας των πρωτοπόρων οικονομικά κρατών εντός των σχηματισμών τους.
Η ένταξη της Ελλάδας σε έναν τέτοιο σχηματισμό (Ε.Ε.) ήταν αυτονόητο πως θα επιφέρει μια σχέση εξάρτησης από τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες (Γαλλία, Γερμανία), αφού η ίδια η φύση των απελευθερωμένων ανταγωνιστικών αγορών – πόσο μάλλον όταν πρόκειται για οικονομικά άνισες χώρες – έχει την τάση να καταδυναστεύει τους ανίσχυρους. Σε πλήρη αντίθεση λοιπόν με την κυρίαρχη ρητορική, που μιλούσε ήδη από την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ για εχέγγυα ανάπτυξης και προστασίας από τον παγκόσμιο οικονομικό ανταγωνισμό, η πραγματικότητα ήταν πως τα ντόπια αφεντικά γνώριζαν ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατόν να ισχύει. Με τη σταδιακή αποβιομηχανοποίηση της χώρας, τη δημιουργία δηλαδή μιας οικονομίας χωρίς την παραμικρή παραγωγική υποδομή, όχι μόνο δεν υπήρχε τρόπος να «προστατευτεί», αλλά δεν υπήρχε καν μακροπρόθεσμα ο τρόπος η ελληνική οικονομία να επιβιώσει σε έναν εν γένει ανταγωνιστικό μηχανισμό όπως αυτός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
Το ιδεολογικό περίβλημα μιας δήθεν ευρωπαϊκής εκσυγχρονισμένης Ελλάδας συγκάλυπτε επί τριάντα χρόνια την αναπτυξιακή «φούσκα» ενός ολοένα και αυξανόμενου εξωτερικού χρέους. Η αδυναμία να ισορροπιστεί το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας με την αυξανόμενη εισαγωγή κοινοτικών προϊόντων χωρίς την αντίστοιχη δυνατότητα εξαγωγής των εγχώριων, εδραίωσε μια συνθήκη διαρκούς δανεισμού του ελληνικού κράτους. Είναι προφανές λοιπόν ότι τα ντόπια αφεντικά γνώριζαν πολύ καλά τις συνέπειες της ένταξης στο ευρωπαϊκό καπιταλιστικό περιβάλλον, αλλά επέλεξαν να συστρατευθούν στο δόγμα του νεοφιλελευθερισμού για εξίσου προφανείς λόγους. Τα κονδύλια και οι δανειοδοτήσεις προς το Ελληνικό κράτος, είτε για την προώθηση κοινοτικών προγραμμάτων, είτε κυρίως για την ενίσχυση της εγχώριας αγοράς έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η αγορά των ευρωπαϊκών προϊόντων, αποτέλεσαν μια τεράστια πηγή εσόδων για τις τσέπες των αφεντικών. Παράλληλα η πιστή εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, με την αποβιομηχάνιση και τριτογενοποίηση της αγοράς εργασίας, την ισοπέδωση του πρωτογενούς τομέα με την υποτίμηση των εγχώριων γεωργικών προϊόντων και τη λεηλασία του αγροτικού δυναμικού από τους μεγαλοσυνεταιρισμούς αλλά και τη διαρκή μείωση μισθών και συντάξεων, μετέτρεψε τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα σε ένα υποτιμημένο εργατικό προϊόν, σε μια δουλική καταναλωτική κοινωνία.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές περιστολής των παροχών δημιούργησαν και πάλι ένα πρόβλημα εμπορικού πλεονάσματος, αφού η παραγωγικότητα συνέχιζε με ταχείς ρυθμούς, όμως οι μισθοί, άρα και η καταναλωτική δυνατότητα, υποχωρούσαν. Την απάντηση στο ενδεχόμενο ξέσπασμα μιας κρίσης την έδωσαν οι τράπεζες, οι οποίες είχαν ήδη αναδειχθεί σε αιχμή του δόρατος της ιμπεριαλιστικής νεοφιλελεύθερης πολιτικής διατηρώντας τον έλεγχο της παγκόσμιας κυκλοφορίας του χρήματος. Τα εγχώρια ανεπτυγμένα τραπεζικά ιδρύματα που είχαν συσσωρεύσει πλούτο από τα ευρωπαϊκά ταμεία αλλά ταυτόχρονα δανειοδοτούσαν και το ίδιο το Ελληνικό κράτος και μάλιστα με ιδιαίτερα υψηλά επιτόκια, προχώρησαν σε μια άνευ προηγουμένου αθρόα «χρηματοδότηση» των «από κάτω», ενίσχυσαν δηλαδή δια-ταξικά την αγοραστική δύναμη ώστε να επέλθει ισορροπία στο εμπορικό πλεόνασμα. Σε παγκόσμιο επίπεδο η μαζική χορήγηση δανείων, η λεγόμενη «οικονομία του χρέους», δίνει μια τελευταία ανάσα στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικά κόσμο, αφού τα σχεδόν είκοσι χρόνια αυξανόμενης παραγωγής και ταυτόχρονης μείωσης μισθών οδηγούσε νομοτελειακά σε μια κρίση υπερσυσσώρευσης. Η χωρίς φειδώ δανειοδότηση ακόμα και σε κοινωνικές ομάδες χωρίς καμία δυνατότητα αποπληρωμής, εκτός από τη μαζική εκτίναξη της καταναλωτικής δύναμης, διασφάλιζε και την πλήρη πειθάρχηση των χαμηλών στρωμάτων, αφού η επίπλαστη αύξηση του βιοτικού επιπέδου αλλά και ο συνεχής εκβιασμός για την ξεχρέωση των δανείων αποτέλεσαν έναν ισχυρό κατασταλτικό μηχανισμό για το ενδεχόμενο ξέσπασμα κοινωνικοταξικών αρνήσεων.
Η «οικονομία του χρέους» ουσιαστικά εισάγει ένα νέο χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο δε βασίζεται στην παραδοσιακή απτή κερδοφορία αλλά στην αγοραπωλησία δανειακών χρεών ανάμεσα στις τράπεζες, δηλαδή στα δυνάμει κέρδη των εν ενεργεία ανεξόφλητων δανείων, τα οποία τελικά δημιουργούν μια πλασματική οικονομία. Η «φούσκα» του χρηματοπιστωτικού συστήματος που έσκασε το 2008 ήταν το αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας συσσώρευσης ανύπαρκτων κερδών που επέφερε και το κλείσιμο της κάνουλας για τη δανειοδότηση των κρατών, άρα κατά συνέπεια και το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Η βασική προτεραιότητα των κρατών αυτή τη στιγμή είναι η διάσωση των τραπεζών τους ακριβώς γιατί αυτές αποτελούν τον πυλώνα της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας τους. Ακόμα και η «φτωχή Ελλαδίτσα», όπως πολλοί, από τους ακροδεξιούς μέχρι την πατριωτική αριστερά, θέλουν να την ονομάζουν, αυτή τη στιγμή ιεραρχεί τη διάσωση των τραπεζών της που εδώ και είκοσι χρόνια έχουν επεκταθεί λεηλατώντας την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Είναι ενδεικτικό άλλωστε πως όχι μόνο ένα ποσό αντίστοιχο των 110 δισ. έχει ήδη απορροφηθεί από το Ελληνικό κράτος για την ενίσχυση των τραπεζών, αλλά και ότι η επιμήκυνση του χρόνου κήρυξης της χρεοκοπίας και αναδιαπραγμάτευσης του χρέους συμβαίνει για να μειωθούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι απώλειες κέρδους των πιστωτών-τραπεζών της Ελλάδας. Η αναδιαπραγμάτευση του χρέους θα σήμαινε μια μείωση του ποσού αποπληρωμής των πιστωτών που σε ένα μεγάλο ποσοστό τους δεν είναι άλλοι από τις ίδιες τις ελληνικές τράπεζες, κάτι που επιμελώς κρύβουν τα μίντια μιλώντας για ξένους κερδοσκόπους που λεηλατούν τη χώρα.
Η επιλογή του Ελληνικού κράτους να προσφύγει στο μηχανισμό στήριξης της τρόικας (ΔΝΤ, Ε.Ε., ΕΚΤ) και τα συνεπακόλουθα αυτής, που αποκρυσταλλώνονται σε μια σειρά σαρωτικών μεταρρυθμίσεων, δεν αποτέλεσε μια «αναγκαστική» επιλογή για τη «σωτηρία» της οικονομίας, αλλά μια διαδικασία πλήρους ένταξης της χώρας στις επιταγές του νεοφιλελευθερισμού. Η τωρινή φάση της κρίσης, όπως έχει επαληθευθεί ιστορικά, δεν αποτελεί απλά ένα μεσοδιάστημα αναπροσαρμογής του κεφαλαίου προς αποφυγή των κλυδωνισμών που υπόκειται, αλλά μια επιταχυμένη διαδικασία για την επιπλέον, και με σαφώς πιο αδίστακτους όρους, κερδοφορία του. Η ισοπέδωση των εργασιακών και ευρύτερων κοινωνικών δικαιωμάτων με την ταυτόχρονη περιστολή των ελευθεριών που έχουν ήδη προωθηθεί στην υποτιθέμενη προσπάθεια αποσόβησης της επερχόμενης χρεοκοπίας, ενώ τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα έχουν ήδη χρεοκοπήσει, είναι μία ακόμη στρατηγική αναδιαμόρφωση, με όρους πλήρους παράδοσης ολόκληρου του κοινωνικού πεδίου προς όφελος του κεφαλαίου.
Η νεοφιλελεύθερη πολιτική ταυτίζεται απόλυτα με τα συμφέροντα των ντόπιων αφεντικών, όσο κι αν δημαγωγούν μιλώντας για «αναγκαιότητα επιβολής των μέτρων» και για «προστασία από τις ξένες δυνάμεις». Τα εξουθενωτικά μέτρα λιτότητας που επιβάλλονται δεν είναι ένα βραχυπρόθεσμο πρόγραμμα που αναγκάζονται τα αφεντικά να εφαρμόσουν με την προοπτική μιας οικονομικής ανάκαμψης και την επαναφορά ισορροπίας, αφού αυτή τη στιγμή μια νέα ισορροπία διαμορφώνεται από το κεφάλαιο και έχει ως προϋπόθεση τη ριζική και μόνιμη ανασύνθεση του συνόλου της κοινωνικής δραστηριότητας. Έτσι, με μορφή οδοστρωτήρα, τα «απαραίτητα μέτρα για τη διάσωση της χώρας», που αποτελούν και τη μόνιμη επωδό της καταρρέουσας κυβερνητικής ρητορικής, επαναπροσδιορίζουν μεμιάς τον τρόπο οργάνωσης της εργασίας. Μειώσεις μισθών, απολύσεις, δημιουργία επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας, μισθοί μαθητείας, ενώ ταυτόχρονα τελειώνουν οριστικά και με τα όποια απομεινάρια προσχηματικού κοινωνικού κράτους, ισοπεδώνοντας βασικά δικαιώματα και κεκτημένα, όπως η ασφάλιση, η υγεία και η παιδεία. Η κρίση και οι συνέπειές της, που σχηματοποιούνται στη διαμόρφωση νέων πολιτικοοικονομικών συσχετισμών, ουσιαστικά δηλαδή στη μετατροπή ολόκληρου του κοινωνικού χάρτη σε «απελευθερωμένο έδαφος» για την ανεμπόδιστη λεηλασία του κεφαλαίου, τελειοποιούν το μοντέλο της νεοφιλελεύθερης οργάνωσης της κοινωνικής ζωής. Έτσι, η επιπλέον ελαστικοποίηση και τελικά η ακραία υποτίμηση της εργασίας, η αναγωγή των άλλοτε κοινωνικών δεδομένων (σύνταξη, περίθαλψη) σε προνόμια των ταξικά ανώτερων στρωμάτων, η ένοπλη περιφρούρηση του νέου καθεστώτος με τη στρατιωτικοποίηση των μητροπόλεων και την καθολική παρουσία των μπάτσων, είναι μερικά απ’ τα κομμάτια που συνθέτουν το νέο περιβάλλον στο οποίο η κοινωνία πρέπει με τη βία να προσαρμοστεί.
Είναι πρόδηλο πως το νέο καθεστώς που αυτή τη στιγμή υφαίνεται, το καθεστώς του νέου ολοκληρωτισμού, δεν μπορεί να υποσχεθεί ευημερία, δεν έχει να δώσει ανταλλάγματα. Ακόμα και η σταθεροποίηση της οικονομίας, που ουσιαστικά θα σημαίνει την πλήρη ένταξη της χώρας στις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου, όχι μόνο δε θα μπορεί να επιφέρει (έστω και) μια επίπλαστη ευδαιμονία, όμοια με την οποία η ελληνική κοινωνία πορεύθηκε για δύο δεκαετίες, αλλά αντίθετα υπονοεί την πλήρη ενσωμάτωση στους νέους επαχθείς όρους ζωής που το κεφάλαιο επιβάλλει για να μπορέσει και πάλι να καταστεί κερδοφόρο.
Οι πιο ακραίες μορφές αναδιάρθρωσης και επανάκαμψης από τις καπιταλιστικές κρίσεις έχουν αποτυπωθεί ιστορικά σε δύο παγκοσμίους πολέμους. Αυτή τη στιγμή δε φαίνεται να είμαστε μπροστά στο ενδεχόμενο σύρραξης μεταξύ πρωτοκοσμικών χωρών, έτσι ώστε να ξαναμοιραστεί η τράπουλα και το κεφάλαιο να απεγκλωβιστεί από το τέλμα. Σίγουρα όμως σε συγκυρίες μεγάλης ύφεσης, όπως αυτή των καιρών μας, για να επανακάμψουν οι οικονομίες κάποιοι θα πρέπει να οδηγηθούν στο σφαγείο. Και αφού αυτό δεν μπορεί να γίνει σήμερα στα πεδία των μαχών, τότε ο νέος ολοκληρωτισμός θα πρέπει να εγκαινιάσει τα σύγχρονα θυσιαστήρια δημιουργώντας ζώνες αποκλεισμού και εξαθλίωσης μέσα στις μητροπόλεις. Είναι λοιπόν σήμερα στην πιο άγρια έκφανση του ταξικού πολέμου που οι κύριοι αυτού του κόσμου όχι μόνο δεν έχουν να προσφέρουν ανταλλάγματα, αλλά μας σπρώχνουν με τη βία προς τον βιοτικό, τον διανοητικό, τον κοινωνικό γκρεμό. Είναι λοιπόν που τώρα επαναφέρεται αυτό που για πολλές δεκαετίες είχε επιμελώς παραμορφωθεί στις συνειδήσεις των πρωτοκοσμικών υπηκόων και της φαντασμαγορικής δημοκρατίας τους, ότι δηλαδή ο φασισμός δεν αποτελεί τον πολιτικό εξτρεμισμό κάποιων παραφρόνων, αλλά την πιο ακραία τάση ισχυροποίησης του κεφαλαίου. Σήμερα όμως αυτός ο νέος φασισμός δε χρειάζεται σβάστικες και στρατιωτικές παρελάσεις για να επιβληθεί. Έχει προ πολλού ξεπεράσει αυτή την αισθητικά παρωχημένη οργάνωση της κοινωνίας, όμως επιμένει στον ίδιο σκοπό: την απόλυτη πειθάρχηση και εμπέδωση του μονοπωλίου του κεφαλαίου και της κρατικής βίας από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, από τους προλετάριους.
Η εγχώρια εκδοχή του νέου φασισμού έχει ξεκινήσει ήδη και εκφράζεται με τον πλέον απροκάλυπτο τρόπο όχι τόσο στους ντόπιους (γι’ αυτούς προς το παρόν το κράτος «περιορίζεται» στο θέρισμα μισθών και συντάξεων), όσο στους μετανάστες εργάτες. Η κεντρικότητα του μεταναστευτικού ζητήματος που, καθόλου τυχαία, προήλθε από το ξέσπασμα της κρίσης, αλλά και οι ήδη εφαρμοσμένοι τρόποι φασιστικής αντιμετώπισής του με κοινωνική στοχοποίηση και αστυνομικά πογκρόμ, αγορά πλωτών φυλακών, εγκατάσταση από ειδήμονες φονιάδες της FRONTEX των συνοριακών φραγμάτων θανάτου, συνεχή ανέγερση στρατοπέδων συγκέντρωσης με την εξωραϊσμένη ορολογία «κέντρα υποδοχής», κάνουν ξεκάθαρο πως το καθεστώς επελαύνει πατώντας απροκάλυπτα πάνω σε ανθρώπινα κορμιά.
Και εδώ η αδιαφορία δεν πρέπει να βρει το χώρο της γιατί μπορεί για την ώρα αυτά τα κορμιά να μην είναι τα δικά μας, σίγουρα όμως όσα συμβαίνουν σήμερα στους «ανεπιθύμητους» προεικονίζουν το δικό μας μέλλον. Γιατί ακόμα κι αν όλοι εμείς δεν είμαστε «ξένοι», τα αφεντικά ήδη προετοιμάζουν τους όρους για να μας αντιμετωπίσουν ως τέτοιους. Η «ποινικοποίηση των μεταναστών», που προωθείται κυρίως μέσα από την ιδεολογική σφαίρα της ασφάλειας και της μηδενικής ανοχής, δεν αποσκοπεί στην επαναφορά της τάξης στις «υποβαθμισμένες» περιοχές του κέντρου της Αθήνας. Εκεί η τάξη βασιλεύει αφού το κράτος, έχοντας συγκεντρώσει ένα μεγάλο κομμάτι του μεταναστευτικού πληθυσμού στις γειτονιές του κέντρου, μπορεί να διατηρήσει τον πλήρη έλεγχό του. Ο ρόλος της αστυνομίας, όσο κι αν οι δημοσιογράφοι κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν φωνάζοντας για την ανικανότητά της στην κάθαρση του κέντρου, είναι από τη μία η πλήρης χαρτογράφηση και ο έλεγχος του ξένου εργατικού δυναμικού και από την άλλη ο πλήρης έλεγχος της παραοικονομίας, άρα και μερίδιο από τα κέρδη του λαθρεμπορίου, των ναρκωτικών και της πορνείας. Η «ποινικοποίηση των μεταναστών» σημαίνει τη στοχοποίηση ενός μεγάλου κομματιού των εκμεταλλευόμενων που πλέον περισσεύουν από την παγκόσμια διαδικασία συρρίκνωσης του εργατικού δυναμικού. Η αναδιάρθρωση του κεφαλαίου μύριζε πάντα ανθρώπινο κρέας. Έτσι και στην τωρινή φάση της κρίσης η ισχυροποίηση του κεφαλαίου θα σαρώσει πρώτα τους πιο αδύναμους μοιράζοντας σφαίρες, απελάσεις, ξυλοδαρμούς και φράγματα. Σειρά έχουμε οι υπόλοιποι.
Μέσα σ’ αυτό λοιπόν το περιβάλλον των γενικευμένων ανακατατάξεων και της απόλυτης βίας πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τις επαναστατικές μας θέσεις μάχης. Η λέξη επαναπροσδιορισμός είναι για μας αποκαλυπτικά αμφίσημη. Από τη μία υποδηλώνει την αναγκαιότητα για χαρτογράφηση της σημερινής συγκυρίας με στόχο την οριστική ανατροπή της. Από την άλλη αναγνωρίζει τη συλλογική απώλεια πολύτιμου χρόνου, την ανικανότητά μας δηλαδή να (ανα)συγκροτήσουμε ένα επαναστατικό κίνημα, πολύ πριν το ούτως ή άλλως διαφαινόμενο ξέσπασμα της κρίσης, ώστε να ανακόψουμε τις σαρωτικές οικονομικοπολιτικές μεταρρυθμίσεις. Όμως τελικά η απώλεια αυτή δεν μπορεί να μετρηθεί σε χρόνο. Είναι που απλά ο χρόνος, ο χαμένος μας χρόνος, αποκαλύπτει ωμά τις αδυναμίες μας, μας υπενθυμίζει πόσο ανυπόφορο είναι να παρακολουθούμε σαστισμένοι να συνθλίβονται οι ζωές μας. Δεν είναι λοιπόν ο χρόνος που κρύβεται πίσω από τις εκκωφαντικές μας αδυναμίες. Είναι που στην υπόθεση της κοινωνικής επανάστασης σήμερα έχουν γίνει δυσδιάκριτα τα όρια του «ποιοι, με ποιους και πώς». Κι ενώ εμείς αναρωτιόμαστε για όλα αυτά, ίσως όχι άδικα, η σφαγή επιταχύνεται. Σήμερα λοιπόν δεν υπάρχουν αυτονόητα, δεν είναι θέσφατο ότι οι ολοένα και επαχθέστεροι όροι ζωής που επιβάλλονται θα οδηγήσουν σε μια μαζική κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση και εν τέλει σε μια γενικευμένη σύγκρουση με το κράτος. Δυνητικά και μόνο εφόσον πληρούνται μια σειρά από κοινωνικές και κινηματικές προϋποθέσεις θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε σε μια ριζικά ανατρεπτική και τελικά επαναστατική διαδικασία. Από τη μία λοιπόν σήμερα ζούμε μία ιστορική μετάβαση, μια σοκαριστική μεταστροφή των δεδομένων που ήδη προκαλούν μια κοινωνική κινητικότητα και δυσφορία, όμως από την άλλη αυτά δεν μπορούν να αθροιστούν σε ένα ενιαίο επαναστατικό κίνημα. Αρχικά η ανικανότητα αυτή θα πρέπει να ανιχνευθεί στην κοινωνική προϊστορία της κρίσης, στην εποχή δηλαδή που διαμελίστηκε ολοκληρωτικά το κοινωνικό και ταξικό υποκείμενο. Δεν είναι ζήτημα μιας απλής παρελθοντικής αφήγησης, αλλά ζήτημα αναζήτησης καίριων απαντήσεων στην εποχή που το κράτος την ώρα που πουλούσε επίπλαστη ευδαιμονία, ταυτόχρονα εξασφάλιζε προκαταβολικά την κοινωνική ειρήνη ισοπεδώνοντας τις κοινωνικές και ταξικές ζυμώσεις. Ήδη από το ’81, την εποχή της «αλλαγής» του ΠΑΣΟΚ, επιτυγχάνεται η ιστορική «αποκατάσταση» της αριστεράς με την απορρόφησή της σε καίριες θέσεις του κρατικού μηχανισμού, όπως αυτές της πολιτικής, του πολιτισμού, της επιχειρηματικότητας και της δημοσιογραφίας, βάζοντας τα θεμέλια για την οικοδόμηση της κοινωνικής συναίνεσης αδρανοποιώντας τις αντιστάσεις της ευρύτερης δεξαμενής της αριστεράς. Η δημιουργία ενός επίπλαστου κοινωνικού κράτους, με χρήματα που προέρχονταν από τον ολοένα και αυξανόμενο δανεισμό από την Ευρώπη, με τις αυξήσεις μισθών αλλά κυρίως με την υπερδιόγκωση του δημόσιου εργασιακού τομέα –που αποτέλεσε και την αφετηρία για το κομματικό-πελατειακό αλισβερίσι – έφερε μια ψευδαίσθηση ευημερίας. Η πλήρης αφομοίωση της αριστεράς αλλά και η ευρύτερη κοινωνική προσαρμογή οδήγησε στην αποσάθρωση των μέχρι τότε μαχητικών σωματείων και συνδικάτων αλλά και στη γενικότερη στροφή προς την αδιαφορία μιας κοινωνίας που μέχρι πρότινος είχε την πολιτική βαθιά ριζωμένη στην ιστορία της. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 το ενδεχόμενο μιας κρίσης υπερσυσσώρευσης, αφού οι μισθοί έπεφταν και πάλι σταδιακά, έκανε τις τράπεζες να «ανοίξουν» τα ταμεία τους και να προβούν σε μαζικές δανειοδοτήσεις των χαμηλών και των μικρομεσαίων στρωμάτων. Ο στρατηγικός πυρήνας της μαζικής διασποράς ψευδαισθήσεων ευδαιμονίας δεν περιοριζόταν στην εξασφάλιση της κατανάλωσης των παραγόμενων προϊόντων, δεν ήταν δηλαδή μια ουδέτερη δοσοληψία, αλλά ένας πλήρης ανασχηματισμός των κοινωνικών σχέσεων. Το κεφάλαιο εισβάλλει σε κάθε πτυχή της ζωής και την αλλοτριώνει δημιουργώντας νέους κοινωνικούς χαρακτήρες που προσαρμόζονται απόλυτα στο εισερχόμενο μοντέλο μιας απολίτιστης καταναλωτικής κοινωνίας. Οι νέες ιδεολογίες που περιβάλλουν το μοντέλο αυτό αντιστρέφουν κάθε έννοια κοινωνικότητας και εξυψώνουν τα πιο ποταπά ένστικτα ατομικού συμφέροντος και ματαιοδοξίας. Το κοινωνικό σώμα μετατρέπεται σε ένα πολύχρωμο καταναλωτικό δυναμικό, σε ένα άθροισμα εγωπαθών ατομιστών που επιδίδονται στο κυνήγι κατάκτησης των νέων ψευδών δυνατοτήτων που προσφέρει ο καπιταλισμός. Οι «δυνατότητες» πλουτισμού, ομορφιάς και καταξίωσης αποτελούν πλέον την πεμπτουσία της ζωής μέσα σ’ ένα περιβάλλον αποτεφρωμένων αξιών. Και είναι σ’ αυτό το περιβάλλον που διαγράφεται παντελώς οποιαδήποτε ανάμνηση κοινωνικών και ταξικών αρνήσεων δημιουργώντας μια προσωποκεντρική ιδεολογία αποκοπής από τα στοιχειώδη χαρακτηριστικά μιας αλληλέγγυα συγκροτημένης κοινωνίας. Σήμερα λοιπόν που οι ενέσεις καταναλωτικής υπνηλίας στέρεψαν, απέμειναν μονάχα οι παρενέργειες. Μας έμεινε η ζάλη που άφησε πίσω της η απερχόμενη εποχή, η ζάλη μιας κοινωνίας που αποποιήθηκε για λίγες δόσεις εξουσίας την πολυτιμότερη κληρονομιά της: τη συλλογικοποίηση, την άρνηση, τη φαντασία. Είναι λοιπόν η πολιτισμική κρίση, που προηγήθηκε της οικονομικής, αυτή που επισκιάζει την οργανωτική δυνατότητα των «από κάτω». Είναι που το κεφάλαιο κατάφερε να ξεκληρίσει από την κοινωνική συνείδηση την πίστη στις δυνατότητες των συλλογικών αρνήσεων. Γι’ αυτό και σήμερα ο καθένας παραμένει μόνος, γι’ αυτό και η διάχυτη διαμαρτυρία δεν μπορεί – προς το παρόν – να γίνει συσπειρωμένη αντίσταση.
Και τελικά δεν υπάρχει ελπίδα; Ένας ατελείωτος χειμώνας θα σκεπάζει τις ζωές μας; Όχι, και πάλι όχι. Οι αφέντες αυτού του κόσμου όσο πνεύμα, όσες σάρκες κι αν ρημάξουν, ξέρουν πως μια δυνατότητα θα παραμένει ζωντανή. Η δυνατότητα κάποιων μέσα στη γενικευμένη ακαμψία να σηκώνουν κεφάλι. Και μαζί τους να το σηκώνουν και άλλοι. Η καπιταλιστική κρίση και οι αβάσταχτες κοινωνικές μεταβολές είναι δεδομένο πως δημιουργούν μια αποσταθεροποίηση, έναν κλυδωνισμό στην πίστη των κυρίαρχων δεδομένων. Αυτή ακριβώς είναι η στιγμή, το χρονικά προνομιακό έδαφος, για την κοινωνική ανάνηψη από τις θεσμικές ιδεολογίες και τη διάδοση των ανατρεπτικών θεωριών. Εμείς μέσα από αυτές τις γραμμές δεν αξιώνουμε να δώσουμε λύσεις. Δεν είναι οι εξειδικευμένες γνώσεις μας και τεχνικές αυτές που θα επανασυγκροτήσουν έναν πολιτισμό συλλογικών αρνήσεων. Χρειάζεται κάτι πολύ πιο βαθύ, κάτι πολύ πιο δύσκολο: την επανάκτηση της πίστης στη συλλογική μας δύναμη. Όλων μας. Εμείς απλά δηλώνουμε παρόντες και από το μετερίζι του ένοπλου αγώνα στο πιο επιτακτικό κάλεσμα των καιρών μας. Το κάλεσμα, έξω από τους διανοητικούς βάλτους κάθε πατριωτισμού, να σχηματίσουμε τις γραμμές της ταξικής μας αυτοάμυνας. Να προωθήσουμε τον εμφύλιο ταξικό πόλεμο μεταδίδοντας το μήνυμα ότι όχι μόνο κάποιοι σήκωσαν κεφάλι, αλλά θα πρέπει τώρα να κοιτάξουν στα μάτια και τους υπόλοιπους. Ότι θα πρέπει να ξαναμάθουμε όλοι να χειριζόμαστε τα μόνα αληθινά μας όπλα: την επικοινωνία και την οργάνωση. Γιατί κανείς άλλος δε θα το κάνει για μας, γιατί οι αρχηγοί και οι σωτήρες ήταν πάντα οι υπαίτιοι της ήττας μας. Και η λέξη ήττα δε μας χωράει πια.
Γι’ αυτούς τους λόγους επιλέξαμε να επιτεθούμε σε έναν δημόσιο οικονομικό οργανισμό. Οι εφορίες αποτελούν εξίσου βασικούς πυλώνες για την προώθηση της ληστρικής πολιτικής του κεφαλαίου. Η επιβολή φόρων στο κοινωνικό σώμα με τη διαρκή μάλιστα προσαύξησή τους είναι το διαχρονικό χαράτσι που υποχρεούνται να καταβάλουν οι σκλάβοι της οικονομίας στους διαχειριστές της εξουσίας. Ο νέος Γενικός Γραμματέας φορολογικών και τελωνειακών θεμάτων Γ. Καπελέρης σαν γνήσιο κάθαρμα της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ που παρέδωσε τη χώρα στο ΔΝΤ έχει αναλάβει από την προηγούμενη θέση του ειδικού γραμματέα του ΣΔΟΕ με βάση το Μνημόνιο να επιβάλλει πρόστιμα και φόρους 7 δισ. ευρώ για ολόκληρο το χρόνο. Φυσικά αυτό το ποσό δε θα καλυφθεί από την φορολόγηση των πλουσίων αυτού του τόπου. Ας μην ξεγελιόμαστε από τις «εντυπωσιακές» εμφανίσεις του ΣΔΟΕ σε βίλες υπερπολυτελείας και μεγαλογιατρούς. Η επικοινωνιακή προπαγάνδα της δημοκρατίας δεν μπορεί να κρύψει του λόγου το αληθές: τη ληστρική επίθεση εις βάρος των εργαζομένων.
«Γυρνώ γύρω από έναν βράχο που φράζει τον δρόμο μου μέχρι τη στιγμή που θα αποκτήσω αρκετό μπαρούτι για να τον κομματιάσω· γυρνώ γύρω από τους νόμους ενός λαού μέχρι τη στιγμή που θα έχω μαζέψει αρκετή δύναμη για να τους γκρεμίσω»
Στις παρακάτω γραμμές εκφράζονται μερικές εσώτερες σκέψεις ως ένα ελάχιστο φόρο τιμής στον Επαναστάτη Λάμπρο Φούντα, που έπεσε περήφανος με το όπλο στο χέρι στις επιτιθέμενες γραμμές του ένοπλου αγώνα, αναδεικνύοντας με τον πιο κοφτερό τρόπο την προσωπική αυταπάρνηση, το Βαρύ Βάδισμα της αντικαθεστωτικής δράσης, το ξεπέρασμα της αυτοσυνείδησης και της επιλογής· Είναι εκείνες οι μετρημένες ώρες που η ανθρώπινη σκέψη διεκδικεί μιαν αντικειμενική αλήθεια γεμάτη με επαναστατικό θράσος σ’ ένα ζήτημα όχι θεωρητικό, αλλά πρακτικό. Ο άνθρωπος στην πράξη οφείλει ν’ αρνηθεί ό,τι τον περιορίζει, σ’ αυτό το πολεμικό πεδίο που ο δρόμος της αντίστασης οδηγεί στην πραγμάτωση για αληθινή ζωή...
Ο δρόμος χωρίς επιστροφή μέθυσε με τον κυκλικό χρόνο, ξελογιάστηκε, άρχισε να μιλά, να ονειρεύεται το ελεύθερο πνεύμα του ασυμβίβαστου, την άγρια ομορφιά του εξεγερμένου, την πορεία της τελικής ευθείας, την τελευταία μάχη...
Μες τον γκριζόμαυρο ορίζοντα της μητρόπολης του πόνου, μια κίτρινη ομίχλη απ’ το χθες, εκδηλώθηκε με χυδαιότητα για να προσφέρει γεμάτη καλοσύνη στους «εκλεκτούς» το ύπουλο δισκοπότηρο που φέρει στο περιεχόμενό του τον βούρκο της απανθρωπιάς, την κοινωνική αδικία...
Σ’ αυτούς τους αγκαθωτούς μονόδρομους, ο εφιάλτης της ξεφτίλας, της ταπείνωσης οργιάζει, τα όνειρα πνίγονται στον βόρβορο των πρόστυχων ιδεολογημάτων, το ευγενικό παρόν τυραννιέται απ’ την άθλια λογική της εκμηδένισης, το πνεύμα της αυτοσυνείδησης σφαγιάζεται από τα σκοτεινά κέντρα των μαφιόζικων επιδρομών, οι χρυσοστόλιστοι «εκλεκτοί» χλευάζουν, χτυπούν χωρίς έλεος με την μέρα και την νύχτα κολλημένες στην ίδια θεατρική παράσταση...
Ξαφνικά ο αγέρας κόπασε, η νύχτα φόρεσε τα όμορφα προικιά της για τον γνωστό περιπετειώδη περίπατο, μια παράξενη σιγαδιά ξεγυμνώθηκε στους δρόμους της αιματοβαμμένης πάλης, σκεπάζωντας απαλά τους ήχους της μητρόπολης και τις άχαρες συνοικίες, αυτό το μυστήριο πάντρεμα της νύχτας άρχισε να συμβαίνει, άλλωστε είναι γνωστή η αιώνια ερωτική σχέση της με τον επαναστατημένο άνθρωπο...
Σ’ εκείνο το αρχέγονο συναίσθημα της έλξης, σ’ εκείνο το μεταφυσικό τραγούδι της αίσθησης και των παλμών για αληθινή ζωή πραγματώνεται η μεταμορφωτική ένδυση των μοναχικών σκιών· εκεί συναντιέται η ελεύθερη σκέψη με την επιθυμία, η γλυκιά αφοσίωση με την επιλογή, το εσώτερο ένστικτο με την πράξη· έτσι απλά γαλήνια μοιράζονται στα δυο σαν το κρασί και το σταφύλι, άμεσα χωρίς περιτολογίες, ηθικούς φραγμούς, συμφέρον και αναβολές...
Οι μοναχικές σκιές στρέφονται αντιθετικά ως προς την κύρια κατεύθυνση που ορίζουν οι «εκλεκτοί», τα χνάρια τα οποία διαβαίνουν είναι αποκλειστικά ήρεμα και αυτό τους κάνει περισσότερο ζηλευτούς, δεν ενδιαφέρονται για επιφανειακές σχέσεις, για φιλίες χωρίς πόνο, για έρωτες χωρίς νόημα, για ραντεβού ανούσια, μίζερα, υποκριτικά, εσωστρεφικά, εγωιστικά, απομονωτικά, περιθωριακά, οι συναντήσεις τους είναι ποτισμένες με την εμπιστοσύνη, τη συνέπεια, τη δέσμευση, οι συναναστροφές τους είναι αυστηρά επιλεκτικές και οι διαθέσεις τους πάντα ριψοκίνδυνες, έχουν μάθει ερμητικά να ζουν με τα λίγα, να ξεπερνούν τον εαυτό τους στις αληθινές στιγμές, γι’ αυτό βρίσκουν την δύναμη να μισούν θανάσιμα τους «εκλεκτούς» που διαθέτουν τα πολλά...
Ξέρουν να σιωπούν, να περιμένουν με ταχυπαλμία και τόλμη για την εφαρμογή των καταστροφικών σχεδίων τους, αυτή η ασταμάτητη δίψα για αληθινές στιγμές συνδέεται άρρηκτα με την σιωπηλότατη σκέψη τους. Οι μοναχικές σκιές ξεπηδούν με ανεξάντλητη όρεξη για πόλεμο, με φανερή θέληση για δημιουργία, με περίσσιο θάρρος και έντονη τη μυρωδιά της φαντασίας ξεσκίζουν το σκληροτράχηλο δέρμα της πειθαρχημένης ζωής, ξερνούν το βρώμικο αίμα της «Πανάγιας νομιμότητας» και ορμούν στους εξουσιαστικούς ιστούς της επιβαλλόμενης «κοινωνικής ειρήνης»...
Μιλούν με πυγμή για το ελεύθερο πνεύμα που τους ενσαρκώνει-περιβάλλει, φωνάζουν έντονα με πάθος την γλώσσα της πύρινης αλήθειας, διαπερνώντας την κόλαση της καθημερινότητας, σαν να μην υπολογίζουν τίποτα, σαν να είναι το μυαλό τους κολλημένο σ’ ένα μόνο πράγμα· εξεγερθείτε, επιτεθείτε, χτυπήστε αμείλικτα, διότι έρχεται κάποια στιγμή που η σιχαμερή φιλαυτία θα καταστραφεί συθέμελα από την επαναστατημένη ταπεινότητα· εκεί που η μουντή ζωή θα κατακερματιστεί αδυσώπητα και η αρετή του αγώνα θα ρίξει τις σπίθες του ξεσηκωμού στους γλυκανάλατους περαστικούς...
Έχουν άλλες σκέψεις να ζυγίσουν, σκέψεις φλογερές, χαοτικά ανυπότακτες που τους ωθούν τόσο μακριά σ’ ένα τόπο, σε μια γη ΕΛΕΥΘΕΡΗ, άλλες ζωές να ανακαλύψουν· χωρίς καταπιεστές-καταπιεζόμενους, εκμεταλλευτές-εκμεταλλευόμενους που δεν θα εξουσιάζει αυτό το γελοίο οικονομικίστικο πνεύμα των «εκλεκτών», αλλά ο ίδιος ο λαός, η ίδια η κοινωνία θα πορεύεται με αρμονία στο φωτεινό μονοπάτι της ελευθερίας, στην μηχανική βάση της αυτοοργάνωσης-αυτοκυριαρχίας για μια ζωή αταξική χωρίς νόμους και θεσμούς...
Και τελικά δεν υπάρχει ελπίδα; Ένας ατελείωτος χειμώνας θα σκεπάζει τις ζωές μας; Όχι, και πάλι όχι. Οι αφέντες αυτού του κόσμου όσο πνεύμα, όσες σάρκες κι αν ρημάξουν, ξέρουν πως μια δυνατότητα θα παραμένει ζωντανή. Η δυνατότητα κάποιων μέσα στη γενικευμένη ακαμψία να σηκώνουν κεφάλι. Και μαζί τους να το σηκώνουν και άλλοι. Η καπιταλιστική κρίση και οι αβάσταχτες κοινωνικές μεταβολές είναι δεδομένο πως δημιουργούν μια αποσταθεροποίηση, έναν κλυδωνισμό στην πίστη των κυρίαρχων δεδομένων. Αυτή ακριβώς είναι η στιγμή, το χρονικά προνομιακό έδαφος, για την κοινωνική ανάνηψη από τις θεσμικές ιδεολογίες και τη διάδοση των ανατρεπτικών θεωριών. Εμείς μέσα από αυτές τις γραμμές δεν αξιώνουμε να δώσουμε λύσεις. Δεν είναι οι εξειδικευμένες γνώσεις μας και τεχνικές αυτές που θα επανασυγκροτήσουν έναν πολιτισμό συλλογικών αρνήσεων. Χρειάζεται κάτι πολύ πιο βαθύ, κάτι πολύ πιο δύσκολο: την επανάκτηση της πίστης στη συλλογική μας δύναμη. Όλων μας. Εμείς απλά δηλώνουμε παρόντες και από το μετερίζι του ένοπλου αγώνα στο πιο επιτακτικό κάλεσμα των καιρών μας. Το κάλεσμα, έξω από τους διανοητικούς βάλτους κάθε πατριωτισμού, να σχηματίσουμε τις γραμμές της ταξικής μας αυτοάμυνας. Να προωθήσουμε τον εμφύλιο ταξικό πόλεμο μεταδίδοντας το μήνυμα ότι όχι μόνο κάποιοι σήκωσαν κεφάλι, αλλά θα πρέπει τώρα να κοιτάξουν στα μάτια και τους υπόλοιπους. Ότι θα πρέπει να ξαναμάθουμε όλοι να χειριζόμαστε τα μόνα αληθινά μας όπλα: την επικοινωνία και την οργάνωση. Γιατί κανείς άλλος δε θα το κάνει για μας, γιατί οι αρχηγοί και οι σωτήρες ήταν πάντα οι υπαίτιοι της ήττας μας. Και η λέξη ήττα δε μας χωράει πια.
Γι’ αυτούς τους λόγους επιλέξαμε να επιτεθούμε σε έναν δημόσιο οικονομικό οργανισμό. Οι εφορίες αποτελούν εξίσου βασικούς πυλώνες για την προώθηση της ληστρικής πολιτικής του κεφαλαίου. Η επιβολή φόρων στο κοινωνικό σώμα με τη διαρκή μάλιστα προσαύξησή τους είναι το διαχρονικό χαράτσι που υποχρεούνται να καταβάλουν οι σκλάβοι της οικονομίας στους διαχειριστές της εξουσίας. Ο νέος Γενικός Γραμματέας φορολογικών και τελωνειακών θεμάτων Γ. Καπελέρης σαν γνήσιο κάθαρμα της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ που παρέδωσε τη χώρα στο ΔΝΤ έχει αναλάβει από την προηγούμενη θέση του ειδικού γραμματέα του ΣΔΟΕ με βάση το Μνημόνιο να επιβάλλει πρόστιμα και φόρους 7 δισ. ευρώ για ολόκληρο το χρόνο. Φυσικά αυτό το ποσό δε θα καλυφθεί από την φορολόγηση των πλουσίων αυτού του τόπου. Ας μην ξεγελιόμαστε από τις «εντυπωσιακές» εμφανίσεις του ΣΔΟΕ σε βίλες υπερπολυτελείας και μεγαλογιατρούς. Η επικοινωνιακή προπαγάνδα της δημοκρατίας δεν μπορεί να κρύψει του λόγου το αληθές: τη ληστρική επίθεση εις βάρος των εργαζομένων.
«Γυρνώ γύρω από έναν βράχο που φράζει τον δρόμο μου μέχρι τη στιγμή που θα αποκτήσω αρκετό μπαρούτι για να τον κομματιάσω· γυρνώ γύρω από τους νόμους ενός λαού μέχρι τη στιγμή που θα έχω μαζέψει αρκετή δύναμη για να τους γκρεμίσω»
Στις παρακάτω γραμμές εκφράζονται μερικές εσώτερες σκέψεις ως ένα ελάχιστο φόρο τιμής στον Επαναστάτη Λάμπρο Φούντα, που έπεσε περήφανος με το όπλο στο χέρι στις επιτιθέμενες γραμμές του ένοπλου αγώνα, αναδεικνύοντας με τον πιο κοφτερό τρόπο την προσωπική αυταπάρνηση, το Βαρύ Βάδισμα της αντικαθεστωτικής δράσης, το ξεπέρασμα της αυτοσυνείδησης και της επιλογής· Είναι εκείνες οι μετρημένες ώρες που η ανθρώπινη σκέψη διεκδικεί μιαν αντικειμενική αλήθεια γεμάτη με επαναστατικό θράσος σ’ ένα ζήτημα όχι θεωρητικό, αλλά πρακτικό. Ο άνθρωπος στην πράξη οφείλει ν’ αρνηθεί ό,τι τον περιορίζει, σ’ αυτό το πολεμικό πεδίο που ο δρόμος της αντίστασης οδηγεί στην πραγμάτωση για αληθινή ζωή...
Ο δρόμος χωρίς επιστροφή μέθυσε με τον κυκλικό χρόνο, ξελογιάστηκε, άρχισε να μιλά, να ονειρεύεται το ελεύθερο πνεύμα του ασυμβίβαστου, την άγρια ομορφιά του εξεγερμένου, την πορεία της τελικής ευθείας, την τελευταία μάχη...
Μες τον γκριζόμαυρο ορίζοντα της μητρόπολης του πόνου, μια κίτρινη ομίχλη απ’ το χθες, εκδηλώθηκε με χυδαιότητα για να προσφέρει γεμάτη καλοσύνη στους «εκλεκτούς» το ύπουλο δισκοπότηρο που φέρει στο περιεχόμενό του τον βούρκο της απανθρωπιάς, την κοινωνική αδικία...
Σ’ αυτούς τους αγκαθωτούς μονόδρομους, ο εφιάλτης της ξεφτίλας, της ταπείνωσης οργιάζει, τα όνειρα πνίγονται στον βόρβορο των πρόστυχων ιδεολογημάτων, το ευγενικό παρόν τυραννιέται απ’ την άθλια λογική της εκμηδένισης, το πνεύμα της αυτοσυνείδησης σφαγιάζεται από τα σκοτεινά κέντρα των μαφιόζικων επιδρομών, οι χρυσοστόλιστοι «εκλεκτοί» χλευάζουν, χτυπούν χωρίς έλεος με την μέρα και την νύχτα κολλημένες στην ίδια θεατρική παράσταση...
Ξαφνικά ο αγέρας κόπασε, η νύχτα φόρεσε τα όμορφα προικιά της για τον γνωστό περιπετειώδη περίπατο, μια παράξενη σιγαδιά ξεγυμνώθηκε στους δρόμους της αιματοβαμμένης πάλης, σκεπάζωντας απαλά τους ήχους της μητρόπολης και τις άχαρες συνοικίες, αυτό το μυστήριο πάντρεμα της νύχτας άρχισε να συμβαίνει, άλλωστε είναι γνωστή η αιώνια ερωτική σχέση της με τον επαναστατημένο άνθρωπο...
Σ’ εκείνο το αρχέγονο συναίσθημα της έλξης, σ’ εκείνο το μεταφυσικό τραγούδι της αίσθησης και των παλμών για αληθινή ζωή πραγματώνεται η μεταμορφωτική ένδυση των μοναχικών σκιών· εκεί συναντιέται η ελεύθερη σκέψη με την επιθυμία, η γλυκιά αφοσίωση με την επιλογή, το εσώτερο ένστικτο με την πράξη· έτσι απλά γαλήνια μοιράζονται στα δυο σαν το κρασί και το σταφύλι, άμεσα χωρίς περιτολογίες, ηθικούς φραγμούς, συμφέρον και αναβολές...
Οι μοναχικές σκιές στρέφονται αντιθετικά ως προς την κύρια κατεύθυνση που ορίζουν οι «εκλεκτοί», τα χνάρια τα οποία διαβαίνουν είναι αποκλειστικά ήρεμα και αυτό τους κάνει περισσότερο ζηλευτούς, δεν ενδιαφέρονται για επιφανειακές σχέσεις, για φιλίες χωρίς πόνο, για έρωτες χωρίς νόημα, για ραντεβού ανούσια, μίζερα, υποκριτικά, εσωστρεφικά, εγωιστικά, απομονωτικά, περιθωριακά, οι συναντήσεις τους είναι ποτισμένες με την εμπιστοσύνη, τη συνέπεια, τη δέσμευση, οι συναναστροφές τους είναι αυστηρά επιλεκτικές και οι διαθέσεις τους πάντα ριψοκίνδυνες, έχουν μάθει ερμητικά να ζουν με τα λίγα, να ξεπερνούν τον εαυτό τους στις αληθινές στιγμές, γι’ αυτό βρίσκουν την δύναμη να μισούν θανάσιμα τους «εκλεκτούς» που διαθέτουν τα πολλά...
Ξέρουν να σιωπούν, να περιμένουν με ταχυπαλμία και τόλμη για την εφαρμογή των καταστροφικών σχεδίων τους, αυτή η ασταμάτητη δίψα για αληθινές στιγμές συνδέεται άρρηκτα με την σιωπηλότατη σκέψη τους. Οι μοναχικές σκιές ξεπηδούν με ανεξάντλητη όρεξη για πόλεμο, με φανερή θέληση για δημιουργία, με περίσσιο θάρρος και έντονη τη μυρωδιά της φαντασίας ξεσκίζουν το σκληροτράχηλο δέρμα της πειθαρχημένης ζωής, ξερνούν το βρώμικο αίμα της «Πανάγιας νομιμότητας» και ορμούν στους εξουσιαστικούς ιστούς της επιβαλλόμενης «κοινωνικής ειρήνης»...
Μιλούν με πυγμή για το ελεύθερο πνεύμα που τους ενσαρκώνει-περιβάλλει, φωνάζουν έντονα με πάθος την γλώσσα της πύρινης αλήθειας, διαπερνώντας την κόλαση της καθημερινότητας, σαν να μην υπολογίζουν τίποτα, σαν να είναι το μυαλό τους κολλημένο σ’ ένα μόνο πράγμα· εξεγερθείτε, επιτεθείτε, χτυπήστε αμείλικτα, διότι έρχεται κάποια στιγμή που η σιχαμερή φιλαυτία θα καταστραφεί συθέμελα από την επαναστατημένη ταπεινότητα· εκεί που η μουντή ζωή θα κατακερματιστεί αδυσώπητα και η αρετή του αγώνα θα ρίξει τις σπίθες του ξεσηκωμού στους γλυκανάλατους περαστικούς...
Έχουν άλλες σκέψεις να ζυγίσουν, σκέψεις φλογερές, χαοτικά ανυπότακτες που τους ωθούν τόσο μακριά σ’ ένα τόπο, σε μια γη ΕΛΕΥΘΕΡΗ, άλλες ζωές να ανακαλύψουν· χωρίς καταπιεστές-καταπιεζόμενους, εκμεταλλευτές-εκμεταλλευόμενους που δεν θα εξουσιάζει αυτό το γελοίο οικονομικίστικο πνεύμα των «εκλεκτών», αλλά ο ίδιος ο λαός, η ίδια η κοινωνία θα πορεύεται με αρμονία στο φωτεινό μονοπάτι της ελευθερίας, στην μηχανική βάση της αυτοοργάνωσης-αυτοκυριαρχίας για μια ζωή αταξική χωρίς νόμους και θεσμούς...
ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΠΑΘΟΣ
ΠΑΝΤΑ ΠΑΘΟΣ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΠΑΘΟΣ
ΠΑΝΤΑ ΠΑΘΟΣ
ΥΓ/1
Ο υπουργός «Προστασίας του Πολίτη» Παπουτσής σε δηλώσεις του έκανε κάλεσμα «στους ένοπλους αγωνιζόμενους που προετοιμάζονται για την επανάσταση» για παράδοση των όπλων. Κάλεσμα για εγκατάλειψη του ένοπλου αγώνα. Θέλουμε απλά να του υπενθυμίσουμε ότι η μοναδική προϋπόθεση παράδοσης των όπλων μας είναι η παράδοση της εξουσίας στην κοινωνία, κάτι που φυσικά γνωρίζουμε ότι δεν πρόκειται να γίνει αναίμακτα σαν κίνηση καλής θέλησης από το καθεστώς. Παράδοση των όπλων σημαίνει ταυτόχρονη εγκατάλειψη των οραμάτων και των ιδανικών μας. Γιατί οι σφαίρες μας είναι οι προστάτες των ονείρων μας.
«Πρέπει να βρούμε ξανά το γέλιο μας να βρούμε την αποξεχαμένη πράξη μας να βρούμε τις λέξεις που τη μνημονεύουν να βρούμε τη φωνή μας γιατί η αλήθεια θέλει την πράξη μας για να υπάρξει θέλει τις λέξεις μας για να μη σβηστεί θέλει τη φωνή μας για ν’ ακουστεί ως πέρα»
Τίτος Πατρίκιος
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
Ε.Ο. 6η ΔΕΚΕΜΒΡΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου